-
101 подвозить
подвоз||и́тьнесов φέρ(ν)ω μέ μεταφορικό μέσο, κομίζω / μεταφέρω (попутно):\подвозитьи́ть товары κουβαλώ (μέ μεταφορικό μέσο) ἐμπορεύματα -
102 проносить
проносить Iнесов μεταφέρω, κουβαλώ:\проносить «то́-л. мимо περνώ δίπλα κουβαλώντας κάτι· ту́чу проносит мимо τό σύννεφο περνάει μακρυά.проноси́||ть IIсов1. (некоторое время) κουβαλώ / φορώ (одежду):я \проноситьла платье три года φορώ τό φουστάνι τρία χρόνια·2. (износить) φθείρω, παληώνω (μετ.):\проносить до дыр φορώ ὡσπου νά τρυπήσει. -
103 разводить
разводитьнесов1. (отводить куда-л.) ὁδηγώ, συνοδεύω, μεταφέρω:\разводить детей по домам πηγαίνω τά παιδιά στά σπίτια τους· \разводить войска по квартирам τακτοποιώ τους στρατιώτες σέ σπίτια γιά κατάλυμα·2. воен.:\разводить часовых τοποθετώ (или βάζω) σκοπούς·3. (разъединять) ἀνοίγω, σηκώνω:\разводить мост σηκώνω τή γέφυρά4. (супругов) δίνω διαζύγιο, διαζευγνύω/ χωρίζω (разг)·5. (в разные стороны) ξεχωρίζω, χωρίζω:\разводить пилу ἀνοίγω τά δόντια πριονιοῦ·6. (растворять) διαλύω, ἀραιώνω:\разводить порошок в воде διαλύω τό σκονάκι στό νερό· \разводить тесто ἀραιώνω τό ζυμάρι·7. (выращивать) ἀνατρέφω, τρέφω (животных)/ καλλιεργώ (растения)·8. (разжигать) ἀνάβω:\разводить огонь ἀνάβω φωτιά· "\разводить костер ἀνάβω φωτιά (στό ὑπαιθρο)· \разводить пары σηκώνω ἀτμό· ◊ \разводить руками μένω σέ ἀμηχανία, κάνω κίνηση ἀμηχανίας. -
104 развозить
развозитьнесов1. (кого-л.) ὀδηγῶ, συνοδεύω, μεταφέρω:\развозить по домам ὀδηγὠ στά σπίτια·2. (что-л.) διανέμω, μοιράζω/ κουβαλώ (товары). -
105 сводить
сводить Iсов (отводить) ὁδηγώ, πηγαίνω (μετ.):\сводить ребенка в школу πηγαίνω τό παιδί στό σχολείο.своди||ть IIнесов (βΗίίή κατεβάζω:\сводить,с лвстницы κατεβάζω ἀπό τή σκάλα· ί· (Уводить) ἀπομακρύνω, βγάζω:\сводить с дороги ἀπομακρύνω ἀπό τό δρόμο·3. (увалять) βγάζω, ἀφαιρώ, ἐξαλείφω, ἐξαφανίζω:^, бородавку ἀφαιρώ τήν κρεα-τοελτια· \сводить пятно βγάζω λεκέ·4. (соединять) еу<5усо. συνδέω:судьба \сводитьла нас не раз ἡ.^χ-, μ-,ς 5φερε κοντά ἐπανει-λημενως·5. (κ чему-л.) φέρνω, περιορίζω:\сводить к нулю „ на нет ἐΚμηδενίζω· \сводить κ шутке τό γυρίζω <„0 ἀστε-0· \сводить κ минимуму περιορίζω στό ἐλάχιστο·6. (о судороге) συσπώ, συστέλλω:ру́ку сводит τό χέρι του ἐχει συσπάσεις, τό χέρι του ἐπαθε συστολή·7. (рисунок) μεταφέρω σχέδιο, ξεσηκώνω·8. (собирать, соединять в одно целое) συγκεντρώνω:\сводить данные в таблицу συγκεντρώνω τά στοιχεία σέ πίνακα· ◊ \сводить с ума τρελαίνω· \сводить концы с концами τά φέρνω βόλτα, τά βγάζω πέρα· \сводить счеты с кем-л. ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς· глаз не \сводить с кого-л. δέν ξεκολλάω τό βλέμμα μου, δέν σηκώνω τά μάτια μου ἀπό κάπου. -
106 сплавлять
сплавлять Iнесов1. (лес) μεταφέρω ξυλεία διά ποταμοῦ·2. (отделываться) разг ξεφορτώνομαι, ἀπαλάσσομαι.сплавлять IIнесов (металлы) συντήκω, συγχωνεύω μέταλλα, κάνω κράμα. -
107 транспонировать
транспонир||оватьсов и несов муз. μεταφέρω (или ἀλλάζω) τήν τονικότητα. -
108 везти
[βιστΐ] ρ. μεταφέρω -
109 домчать
[νταμτσάτ'] ρ. μεταφέρω γρήγορα -
110 заносить
[ζανασίτ'] ρ. μεταφέρω -
111 отвозить
[οτβαζίτ"] ρ. μεταφέρω -
112 провозить
[πραβαζίτ'] ρ. περνώ, μεταφέρω -
113 проносить
[πρανασίτ’] ρ. μεταφέρω, κουβαλώ -
114 свозить
[σβαζίτ*] ρ. μεταφέρω -
115 транспортировать
[τρανσπαρτίραβατ'] ρ. μεταφέρω -
116 везти
[βιστϊ] ρ μεταφέρω -
117 домчать
[νταμτσάτ'] ρ μεταφέρω γρήγορα -
118 заносить
[ζανασίτ'] ρ μεταφέρω -
119 отвозить
[οτβαζίτ"] ρ μεταφέρω -
120 провозить
[πραβαζίτ'] ρ περνώ, μεταφέρω
См. также в других словарях:
μεταφέρω — carry across pres subj act 1st sg μεταφέρω carry across pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφέρω — μεταφέρω, μετέφερα (σπάν. μετάφερα) βλ. πίν. 217 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μεταφέρω — και μεταφέρνω (ΑΜ μεταφέρω, Μ και μεταφέρνω) 1. μετακινώ κάτι από έναν τόπο σε άλλο, μετατοπίζω, διακομίζω («μετέφερα τη βιβλιοθήκη σε άλλο δωμάτιο») 2. (για κτήματα ή χρήματα) μεταγράφω από το όνομα τού παλαιού ιδιοκτήτη στο όνομα τού αγοραστή,… … Dictionary of Greek
μεταφέρω — μετάφερα και μετέφερα, μεταφέρθηκα, μεταφερμένος 1. φέρνω κάτι από έναν τόπο σε άλλο, μετακινώ: Το φορτηγό μετάφερε ζωοτροφές. 2. μτφ., μεταγλωττίζω, μεταφράζω: Η Θεία Κωμωδία μεταφέρθηκε στα ελληνικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταφέρνω — μεταφέρω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταφέρετε — μεταφέρω carry across pres imperat act 2nd pl μεταφέρω carry across pres ind act 2nd pl μεταφέρω carry across imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφέρῃ — μεταφέρω carry across pres subj mp 2nd sg μεταφέρω carry across pres ind mp 2nd sg μεταφέρω carry across pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετενηνεγμένα — μεταφέρω carry across perf part mp neut nom/voc/acc pl μετενηνεγμένᾱ , μεταφέρω carry across perf part mp fem nom/voc/acc dual μετενηνεγμένᾱ , μεταφέρω carry across perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφερομένων — μεταφέρω carry across pres part mp fem gen pl μεταφέρω carry across pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφερόμενον — μεταφέρω carry across pres part mp masc acc sg μεταφέρω carry across pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφερόντων — μεταφέρω carry across pres part act masc/neut gen pl μεταφέρω carry across pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)