Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μεταφέρω

  • 41 обвезти

    -везу, -везшь, παρλθ. χρ. обвз
    -везла, -лб
    ρ.σ.μ. περιφέρω (με μεταφ. μέσο). || μεταφέρω παρακάμπτοντας. || μεταφέρω σε όλους• εφοδιάζω όλους.

    Большой русско-греческий словарь > обвезти

  • 42 отнести

    -есу, -есшь, παρλθ. χρ. отнс
    -несла.
    -лб, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отнесенный, βρ: -сн, -сена, -сено
    ρ.σ.μ.
    1. μεταφέρω•

    брат отнс письмо в почту ο αδερφός πήγε το γράμμα στο ταχυδρομείο.

    || μεταφέρω από ένα μέρος σε άλλο παίρνω αναμερίζω•

    отнести й камни от дороги πάρε τις πέτρες από το δρόμο.

    2. παρασύρω•

    ветер отнс шляпу в другую сторону улицы ο άνεμος παρέσυρε το καπέλο στην άλλη μεριά του δρόμου•

    течением -лб (απρόσ.) лодку το ρεύμα παρέσυρε τη βάρκα.

    || μετακινώ, προωθώ, επεκτείνω•

    сосед отнс забор на три метра дальше ο γείτονας επέκτεινε τον περίβολο τρία μέτρα πιο πέρα.

    || απομακρύνω, αναμερώ•

    отнести ей руку в сторону πάρε το χέρι πέρα, αναμέρισε το χέρι.

    3. συμπεριλαβαίνω, συγκαταλέγω. || χρονολογώ, προσδιορίζω χρονολογία• ανάγω. || αποδίδω• θεωρώ•

    отнести ошибку к небрежности αποδίδω το λάθος σε αμέλεια.

    4. αναβάλλω•

    отнести дело на осень αναβάλλω την υπόθεση για το Φθινόπωρο.

    || αποκόπτω, κόβω μονομιάς.
    1. (συμπερι) φέρομαι•

    он к нему отнёсся высокомерно αυτός του φέρθηκε αλαζονικά (υπεροπτικά)•

    отнести с уважнием φέρνομαι με σεβασμό.

    || δέχομαι, εκλαμβάνω, παίρνω• δείχνω•

    он отнёсся с недоверием к его словам αυτός έδειξε δυσπιστίαστα λόγια του ή αυτός δέχτηκε τα λόγια τουμε δυσπιστία.

    2. παλ. αποτείνομαι, απευθύνομαι•

    к нему и следует отнести σ αυτόν πρέπεινα αποτανθείτε•

    это ко мне не -стся αυτόδε θα αφορέσει εμένα.

    Большой русско-греческий словарь > отнести

  • 43 перебазировать

    -руга, -руешь
    ρ.σ.μ. μεταφέρω την εγκατάσταση•

    перебазировать зэвод в сибирь μεταφέρω το εργοστάσιο για εγκατάσταση στη Σιβηρία.

    μεταφέρομαι για εγκατάσταση, σε άλλο μέρος ή βάση.

    Большой русско-греческий словарь > перебазировать

  • 44 передвинуть

    ρ.σ.μ.
    1. μετακινώ μετατοπίζω μεταθέτω• μεταφέρω•

    передвинуть часовые стрелки μετακινώ τους δείχτες του ωρολογίου•

    передвинуть войска к границе μετακινώ τα στρατεύματα προς τα σύνορα.

    || μεταθέτω (από μια υπηρεσία σε άλλη).
    2. μεταφέρω (προθεσμία, ημερομηνία κ.τ.τ.), αναβάλλω.
    μετακινούμαι• μεταφέρομαι.

    Большой русско-греческий словарь > передвинуть

  • 45 переместить

    -мешу, -местишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перемещённый, βρ: -щён, -щена, -щено ρ.σ.μ.
    1. μετακινώ, μετατοπίζω, μεταθέτω μεταφέρω•

    переместить мебель из одной комнаты в другую μεταφέρω τα έπιπλα από το ένα δωμάτιο στο άλλο.

    2. μεταθέτω•

    переместить в другой полк μεταθέτω σε άλλο σύνταγμα.

    μετατοπίζομαι, μετακινούμαι, μεταφέρομαι,• μετατίθεμαι, μεταθέτομαι.

    Большой русско-греческий словарь > переместить

  • 46 перенести

    -несу, -несшь, παρλθ. χρ. перенс
    -несла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. пере-нсший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перенесенный, βρ: -сн, -сена, -сено
    ρ.σ.μ.
    1. περνώ•

    ребёнка через ручей περνώ το παιδάκι• από το ρυάκι.

    2. μεταφέρω•

    перенести дрова из сарая в ку-хнго μεταφέρω καυσόξυλα αποτην αποθήκη στην κουζίνα.

    3. μετατοπίζω, μεταθέτω, μετακινώ, βάζω αλλού.
    4. κατευθύνω, καταφέρω•

    перенести глз.в-ный удар в центр расположения противника κατευθύνω το κύριο χτύπημα στο κέντρο της εχθρικής διάταξης.

    5. αναβάλλω•

    перенести заседание на восемь часов вечера αναβάλλω τη συνεδρίαση για τις οχτώ το βράδυ.

    || παρασταίνω γραφικά.
    6. λέγω, ανακοινώνω, εκμυστερεύο-μαι φλυαρώντας.
    7. δοκιμάζω, υποφέρω, περνώ, τραβώ•

    перенести много горя περνώ μεγάλη στε-χώρια.

    || αντέχω•

    растение легко -ело засуху το φυτό άντεξε καλά στην ξηρασία.

    8. (διαλκ.)
    επισωρεύω στοιβάζω•

    дорогу -ело (απρόσ.) ο δρόμος έκλεισε από το χιόνι.

    1. διατρέχω, διασχίζω, διαβαίνω γρήγορα. || στρέφω, γυρίζω, πετώ• κατευθύνομαι (για σκέψεις, ενδιαφέρον κ.τ.τ.).
    2. μτφ. μεταφέρομαι νοερώς, με τη φαντασία αναπολώ.

    Большой русско-греческий словарь > перенести

  • 47 переносить

    -ношу, -носишь
    ρ.δ.
    βλ. перенести.
    εκφρ.
    не переносить кого-чегб – δεν υποφέρω κάποιον, κάτι (απεχθάνομαι).
    βλ. перенестись.
    -ношу, -носишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переношенный, βρ: -шен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. μεταφέρω•

    переносить вещи в вагон μεταφέρω τα πράγματα στο βαγόνι.

    2. φθείρω (για ενδύματα, υποδήματα).
    3. εγκυμονώ, κυοφορώ πέρα από τον κανονικό χρόνο.
    1. βλ. перенестись.
    2. φθείρομαι, χαλνώ•

    все шитья -лись όλα τα φορέματα φθάρθηκαν.

    Большой русско-греческий словарь > переносить

  • 48 пересадить

    -сазу, -садишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пересаженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. βάζω να καθίσει αλλού•

    пересадить ученика на другую парту βάζω το μαθητή να καθίσει σε άλλο θρανίο.

    || μεταθέτω, μεταφέρω• τοποθετώ αλλού•

    пересадить в другой вагон μεταφέρω σε άλλο βαγόνι.

    2. μτφ. περνώ.
    3. μεταφυτεύω.
    4. (ιατρ.) μεταμοσχεύω•

    пересадить сердце μεταμοσχεύω καρδιά.

    5. βάζω, περνώ•

    пересадить топор в другое топорище βάζωστο τσεκούρι άλλο στυλιάρι.

    Большой русско-греческий словарь > пересадить

  • 49 перетянуть

    -яну, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перетянутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τραβώ, σέρνω, κουβαλώ, μεταφέρω.
    2. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι.
    3. (προσ)ελκύω, προσηλυτίζω•

    перетянуть на свой сторону τραβώ με το μέρος μου.

    4. (τυπογρ.) μεταφέρω από ένα μέρος σε άλλο, από μια σελίδα σε άλλη.
    5. παρασφίγγω σφιχτοδένω.
    6. ξανατεντώνω.
    7. παρατεντώνω.
    8. βαρύνω, γέρνω, κλίνω•

    левая чаша весов -ла ο αριστερός δίσκος της ζυγαριάς έκλινε.

    || υπερτερώ, νικώ στην έλξη.
    9. μαστιγώνω.
    1. ζώνομαι σφιχτά.
    2. τραβιέμαι, μεταφέρομαι με έλξη.

    Большой русско-греческий словарь > перетянуть

  • 50 подвезти

    -везу, -везшь, παρλθ. χρ. подвз
    -везла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. подвз-ший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подвезнный, βρ: -зн, -зена, -зено
    ρ.σ.
    1. μεταφέρω (με μεταφορικό μέσο).
    2. μεταφέρω, κουβαλώ παραπάνω, συμπληρωματικά.
    3. (απρόσ.) αστοχώ, λαθεύω, την παθαίνω, την πατώ.

    Большой русско-греческий словарь > подвезти

  • 51 подгрести

    ρ.σ.
    1. μ. συσσωρεύω, δικρανίζω μεταφέρω, μετακινώ προς πλησιάζω•

    подгрести сно к сараю μεταφέρω το χόρτο με το δικράνιστον αχυρώνα.

    || μαζεύω κάτω απο.
    2. πλησιάζω κωπηλατώντας.

    Большой русско-греческий словарь > подгрести

  • 52 поднести

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. под-несенный, βρ: -сн, -сена, -сено.
    1. φέρνω κοντά•

    поднести ложку ко рту φέρνω το κουτάλι στο στόμα•

    поднести ребнка к окну φέρνω το παϊδάκι κοντά στο παράθυρο.

    || μεταφέρω•

    поднести гранаты в окопы μεταφέρω χειροβομβίδες στα χαρακώματα.

    (απρόσ.) έλκω, τραβώ» (παρα)σύρω.
    2. κερνώ, τρατάρω, φιλεύω.
    3. προσφέρω δώρο.

    Большой русско-греческий словарь > поднести

  • 53 развезти

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. развезнный, βρ: -зн, -зена, -зено.
    1. μεταφέρω (σε διάφορα μέρη) με μεταφορικό μέσο•

    посылки по адресатам μεταφέρω δέματα στους παραλήπτες.

    2. απρόσ. κλείνω, φράζω το δρόμο, τη διάβαση στα μεταφορικά μέσα.

    Большой русско-греческий словарь > развезти

  • 54 свезти

    ρ.σ.μ.
    1. μεταφέρω•

    свезти багаж на станцию μεταφέρω τις αποσκευές στο σταθμό.

    2. βλ. свозить (1 σημ.).
    3. κατεβάζω.

    Большой русско-греческий словарь > свезти

  • 55 сволочь

    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. αθρσ.παλ. άνθρωποι, κατώτατης υποστάθμης ή καταγωγής.
    2. αθρσ. καθάρματα, κατακάθια,αποβράσματα της κοινωνίας.
    3. πρόστυχος άνθρωπος, αχρείος, ξευτελισμένος• τιποτένιος.
    -локу, -лочшь, -локут, παρλθ. χρ. сволок, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сволоченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. σύρω, τραβώ.
    2. μεταφέρω σύροντας. || (απλ.) μεταφέρω, κουβαλώ.
    3. κλέβω.

    Большой русско-греческий словарь > сволочь

  • 56 снести

    ρ.σ.μ.
    1. κατεβάζω•

    снести мешок в по д-вал κατεβάζω το τσουβάλι στο υπόγειο.

    2. κομίζω, φέρω, πηγαίνω•

    снести письмо на почоу πηγαίνω το γράμμα στο ταχυδρομείο.

    3. μεταφέρω, κουβαλώ.
    4. (για νερό, άνεμο)• παρασύρω. || (απο)κόβω.
    5. καταστρέφω, χαλνώ, κατεδαφίζω, γκρεμίζω.
    6. μεταφέρω, γράφω παρακάτω• υποσημαίνω.
    7. (χαρτπ.) πετώ το χαρτί (που δε χρειάζεται).
    8. υπομένω, υποφέρω, αντέχω, βαστώ, κρατώ.

    Большой русско-греческий словарь > снести

  • 57 утащить

    утащу, утащишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утащенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. σύρω, σέρνω, τραβώ• κουβαλώ, μεταφέρω σέρνοντας. || μεταφέρω με δυσκολία.
    2. παίρνω μαζί μου αναχωρώντας. || παρασέρνω.
    3. κλέβω, βουτώ, παίρνω•

    у меня в автобусе -ли кошелк στο λεωφορείο μου πήραν το πορτοφόλι,

    (απλ.) σύρομαι, σέρνομαι, πηγαίνω με δυσκολία•

    с трудом -лся домой με δυσκολία πήγα στο σπίτι, σέρνοντας έφτασα στο σπίτι.

    Большой русско-греческий словарь > утащить

  • 58 банк

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > банк

  • 59 вывозить

    1. (отправлять, доставлять) μεταφέρω 2. (экспортировать) εξάγω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вывозить

  • 60 выносить

    1. (удалять откуда-л.) βγάζω έξω
    μεταφέρω
    2. (выдерживать, переносить) αντέχω, ανέχομαι 3. мат. βγάζω
    - за скобки - έξω από την παρένθεση ^(извлекать получать на основании чего-л.) βγάζω, αποκτώ.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выносить

См. также в других словарях:

  • μεταφέρω — carry across pres subj act 1st sg μεταφέρω carry across pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταφέρω — μεταφέρω, μετέφερα (σπάν. μετάφερα) βλ. πίν. 217 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μεταφέρω — και μεταφέρνω (ΑΜ μεταφέρω, Μ και μεταφέρνω) 1. μετακινώ κάτι από έναν τόπο σε άλλο, μετατοπίζω, διακομίζω («μετέφερα τη βιβλιοθήκη σε άλλο δωμάτιο») 2. (για κτήματα ή χρήματα) μεταγράφω από το όνομα τού παλαιού ιδιοκτήτη στο όνομα τού αγοραστή,… …   Dictionary of Greek

  • μεταφέρω — μετάφερα και μετέφερα, μεταφέρθηκα, μεταφερμένος 1. φέρνω κάτι από έναν τόπο σε άλλο, μετακινώ: Το φορτηγό μετάφερε ζωοτροφές. 2. μτφ., μεταγλωττίζω, μεταφράζω: Η Θεία Κωμωδία μεταφέρθηκε στα ελληνικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεταφέρνω — μεταφέρω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεταφέρετε — μεταφέρω carry across pres imperat act 2nd pl μεταφέρω carry across pres ind act 2nd pl μεταφέρω carry across imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταφέρῃ — μεταφέρω carry across pres subj mp 2nd sg μεταφέρω carry across pres ind mp 2nd sg μεταφέρω carry across pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετενηνεγμένα — μεταφέρω carry across perf part mp neut nom/voc/acc pl μετενηνεγμένᾱ , μεταφέρω carry across perf part mp fem nom/voc/acc dual μετενηνεγμένᾱ , μεταφέρω carry across perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταφερομένων — μεταφέρω carry across pres part mp fem gen pl μεταφέρω carry across pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταφερόμενον — μεταφέρω carry across pres part mp masc acc sg μεταφέρω carry across pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταφερόντων — μεταφέρω carry across pres part act masc/neut gen pl μεταφέρω carry across pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»