-
1 μεταπιπτω
1) падать вверх дном или вверх ногами, перевертываться, опрокидыватьсяὀστράκου μεταπεσόντος погов. Plat. — когда ракушка опрокинулась (см. ὀστρακίνδα), т.е. с резким изменением обстоятельств
2) выпадать иначеεἰ τριάκοντα μόναι μετέπεσον τῶν ψήφων Plat. — если бы тридцать лишь камешков выпали иначе, т.е. если бы только на тридцать голосов оказалось больше (в пользу Сократа)
3) резко (из)меняться, становиться другимμεταπέσοι βελτίονα Eur. — да изменится это к лучшему;φίλτατος ἐξ ἐχθίστου μεταπιπτων Arph. — ставший из ненавистнейшего самым дорогим;μεταπίπτοντος δαίμονος Eur. — когда судьба совершенно изменилась;μετεπεπτώκει τὰ πράγματα Lys. — совершился государственный переворот4) впадать, попадать, переходить(ἐξ εὐτυχίας εἰς δυστυχίαν Arst.)
5) превращаться, преображаться(εἰς ἄλλο εἶδος Plat.; ἐκ γυναικὸς ἐς ὄρνεον Luc.)
τοὐναντίον μ. Plat. — превращаться в свою противоположность -
2 μεταπίπτω
(αόρ. μετέπεσα) αμετ.1) резко изменяться (к худшему); переходить (в другое, худшее состояние); приходить в упадок; 2) изменяться (о значении слов и т. п.);§ μεταπίπτω εις ΰμυναν — переходить к обороне
-
3 μεταπλασμος
-
4 συμμεταπιπτω
одновременно претерпевать изменения, соответственно меняться(τινί Aesch., Arst., Anth.)
σ. ταῖς χρείαις Plut. — меняться в зависимости от потребностей
См. также в других словарях:
μεταπίπτω — μεταπίπτω, μετέπεσα βλ. πίν. 141 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μεταπίπτω — μεταπί̱πτω , μεταπίπτω fall differently pres subj act 1st sg μεταπί̱πτω , μεταπίπτω fall differently pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταπίπτω — (ΑΜ μεταπίπτω) [πίπτω] 1. πέφτω με διαφορετικό τρόπο ή σε άλλο μέρος, αλλάζω απότομα θέση ή κατάσταση, μεταστρέφομαι, μεταβάλλομαι ή αλλοιώνομαι ξαφνικά («ἀπὸ μὲν δὴ ταύτης τῆς ἡμέρας μεταπεσεῑν τὸ εἶδος», Ηρόδ.) 2. γραμμ. (για λέξεις) αλλάζω… … Dictionary of Greek
μεταπεσόν — μεταπίπτω fall differently aor part act masc voc sg μεταπίπτω fall differently aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταπεσόντα — μεταπίπτω fall differently aor part act neut nom/voc/acc pl μεταπίπτω fall differently aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταπεσόντων — μεταπίπτω fall differently aor part act masc/neut gen pl μεταπίπτω fall differently aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταπέπτωκε — μεταπίπτω fall differently perf imperat act 2nd sg μεταπίπτω fall differently perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταπέπτωκεν — μεταπίπτω fall differently perf ind act 3rd sg μεταπίπτω fall differently plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταπῖπτον — μεταπίπτω fall differently pres part act masc voc sg μεταπίπτω fall differently pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετέπεσον — μεταπίπτω fall differently aor ind act 3rd pl μεταπίπτω fall differently aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταπεπτωκυῖαν — μεταπίπτω fall differently perf part act fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)