Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

μεταλλουργικός

См. также в других словарях:

  • μεταλλουργικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταλλουργία ή στον μεταλλουργό 2. το θηλ. ως ουσ. η μεταλλουργική η μεταλλουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταλλουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στα Έγγραφα Β Περιόδου Ολυμπίων] …   Dictionary of Greek

  • μεταλλουργικός — ή, ό ο σχετικός με τη μεταλλουργία: Μεταλλουργικές εργασίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεταλλευτής — ο (Α μεταλλευτής) [μεταλλεύω] αυτός που αναζητεί και εξορύσσει μετάλλευμα, μεταλλωρύχος αρχ. μεταλλουργικός …   Dictionary of Greek

  • ρεβόλβερ — το, Ν 1. το περίστροφο 2. ημιαυτόματος περιστρεφόμενος μεταλλουργικός τόρνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. revolver < ρ. revolve «περιστρέφω» (< λατ. revolvo «κυλώ, τυλίγω ξανά»)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»