-
1 металлургический
μεταλλουργικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > металлургический
-
2 металлургический
металлургический μεταλλουργικός· \металлургический завод το μεταλλουργείο* * *металлурги́ческий заво́д — το μεταλλουργείο
-
3 кокс
1. (топливо) о οπτάνθρακ/ας, το κοκ/κωκ (ξεν.)гасить - мокрым способом σβήνω τον - α με την υγρή μέθοδο, тушить - сухим способом σβήνω τον - α με την ξηρή μέθοδοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кокс
-
4 скип
ο κάδος (μεταλλουργικός, των ορυχείων)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > скип
-
5 металлургический
металлург||и́ческийприл μεταλλουργικός:\металлургическийи́ческий завод τό μεταλλουργείο. -
6 металлургический
[μιταλλουργκίτσισκιϊ] εκ. μεταλλουργικός -
7 металлургический
[μιταλλουργκίτσισκιϊ] επ μεταλλουργικός -
8 горнозаводский
επ.μεταλλουργικός. -
9 металлический
επ.μεταλλικός•металлический блеск μεταλλική στιλπνότητα•
-ие деньги μεταλλικά χρήματα (κέρματα)•
металлический звон μεταλλικός ήχος.
|| μεταλλουργικός•металлический завод μεταλλουργικό εργοστάσιο.
-
10 металлургический
επ.μεταλλουργικός•металлургический завод μεταλλουργείο.
См. также в других словарях:
μεταλλουργικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταλλουργία ή στον μεταλλουργό 2. το θηλ. ως ουσ. η μεταλλουργική η μεταλλουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταλλουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στα Έγγραφα Β Περιόδου Ολυμπίων] … Dictionary of Greek
μεταλλουργικός — ή, ό ο σχετικός με τη μεταλλουργία: Μεταλλουργικές εργασίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταλλευτής — ο (Α μεταλλευτής) [μεταλλεύω] αυτός που αναζητεί και εξορύσσει μετάλλευμα, μεταλλωρύχος αρχ. μεταλλουργικός … Dictionary of Greek
ρεβόλβερ — το, Ν 1. το περίστροφο 2. ημιαυτόματος περιστρεφόμενος μεταλλουργικός τόρνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. revolver < ρ. revolve «περιστρέφω» (< λατ. revolvo «κυλώ, τυλίγω ξανά»)] … Dictionary of Greek