-
1 металлообрабатывающий
επ.της επεξεργασίας μετάλλου•-ая промышленность βιομηχανία μεταλλοτεχνίας•
металлообрабатывающий завод εργοστάσιο μέταλλοτεχνίας.
-
2 завод
1. (предприятие) το εργοστάσι/ο* *владелец - а ο εργοστασιάρχηςэксплуатация - а λειτουργία/εκμετάλλευση του - ουвагоноремонтный - επισκευής οχημάτων/βαγονιώνвагоностроительный - κατασκευής σιδηροδρομικών οχημάτων/βαγονιώνкирпичный - το πλινθοποιείο, το πλινθείοметаллургический - η μεταλλουργία, μεταλλουργικό -нефтеперегонный{}нефтеперерабатывающий{} - διύλισης πετρελαίου, τα διυλιστήριαпивоваренный - ζυθοποιίας, το ζυθοποιείοсталелитейный - η χαλυβουργία, το χαλυβουργείοсталеплавильный см. сталелитейный -стекольный - η υαλουργία, το υαλουργείοтракторный - κατασκευής γεωργικών ελκυστήρων/τρακτέρтракторостроительный - κατασκευής ελκυστήρων/τρακτέρтруболитейный - το χυτήριο σωλήνων, η σωληνοποιίατο σωληνοποιείο, η σωληνουργίαтрубопрокатный - см. труболитейный -цементный - τσιμέντου/κονιάματος, η τσεμεντοποιίαчугунолитейный - χύτευσης/παραγωγής χυτοσιδήρουчугуноплавильный - см. чугунолитейный -2. (приведение в действие механизма) το κούρδισμα 3. (приспособление в механизме) το κουρδιστήρι 4. (срок действия заведённого механизма) η διάρκεια κουρδίσματος 5. (конный) το ιπποτροφείο, ο ιπποφορβείο б.(рыбоводный) το ιχθυοτροφείο. завод-изготовитель το εργοστάσιο-κατασκευαστής, η κατασκευαστική μονάδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > завод
-
3 промышленность
η βιομηχανίαавтотракторная - κατασκευής αυτοκινήτων και ελκυστήρων/τρακτέρбумажная - η χαρτοβιομηχανία, η χαρτοποιίαдеревообрабатывающая - επεξεργασίας/κα-τεργασίας της ξυλείαςликёрно-водочная - παραγωγής αλκοολούχων/οινοπνευματωδών ποτώνмыловаренная - σαπωνο-ποϊί'ας, η σαπωνοβιομηχανίαнефтеперерабатывающая - επεξεργασίας/διΰ-λισης πετρελαίουхлопчатобумажная - ύφανσης βαμβακερών, η υφαντουργίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > промышленность
См. также в других словарях:
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
έστε — I (Este). Τοποθεσία της Ιταλίας στην επαρχία της Πάντοβα, η οποία στην αρχαιότητα ήταν ακμαία πόλη με την ονομασία Ατέστε. Κατοικήθηκε πρώτα από λαό αβέβαιης καταγωγής, με τον οποίο αναμείχθηκαν την 2η χιλιετία π.Χ. οι Βενετοί, που ήρθαν από τα… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
στεφάνι — Ο στέφανος των αρχαίων Ελλήνων. Το σ. χρησίμευε για στόλισμα του κεφαλιού σε όλους τους αρχαίους ανατολικούς λαούς. Οι Έλληνες άρχισαν να το χρησιμοποιούν στους μεταομηρικούς χρόνους, και συνδεόταν αρχικά με τη θεία λατρεία. Τα σ. τα κατασκεύαζαν … Dictionary of Greek
τέχνη — Σε γενική έννοια, τ. ονομάζεται κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που, χρησιμοποιώντας διάφορες γνώσεις, τις εφαρμόζει για την πραγματοποίηση ενός ορισμένου σκοπού. Η εκδοχή αυτή περικλείει με τη σειρά της 3 ξεχωριστές έννοιες του όρου: την αισθητική… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Λασιθίου, νομός — Διοικητική διαίρεση (1.818 τ. χλμ., 76.319 κάτ.) της περιφέρειας Κρήτης, που περιλαμβάνει το ανατολικό άκρο της νήσου. Βρέχεται στα Β από το Κρητικό πέλαγος, στα Α από το Καρπάθιο, στα Ν από το Λιβυκό και στα Δ συνορεύει με τον νομό Ηρακλείου.… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Άργους — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Άργους στεγάζει ευρήματα από τη μεσοελλαδική εποχή (2000 1600 π.Χ.) έως και τον 6ο αι. μ.Χ., αψευδείς μάρτυρες της συνεχούς κατοίκησης της περιοχής της Αργολίδας αλλά και της πόλης του Άργους ήδη από τη 2η χιλιετία π.Χ. Ο… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Λαμίας — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Λαμίας στεγάζεται από το 1994 στον πρώτο όροφο των Στρατώνων, που βρίσκονται στο κάστρο της Λαμίας. Ο απόκρημνος λόφος όπου βρίσκεται το κάστρο αποτελούσε το οχυρωμένο τμήμα της πόλης ήδη από τα κλασικά χρόνια και… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Σταυρού (Ιθάκης) — Η μικρή συλλογή αρχαιολογικών ευρημάτων της βόρειας Ιθάκης στεγάζεται σε ένα κτίριο στο λόφο Πηλικάτα, που απέχει 600 μ. από τον Σταυρό. Στις έξι ξύλινες προθήκες της αίθουσας έχει τοποθετηθεί, με χρονολογική σειρά από αριστερά προς τα δεξιά,… … Dictionary of Greek