-
1 металлический
металлический 1) μεταλλικός (содержащий металл) 2) μετάλλινος (из металла)* * *1) μεταλλικός ( содержащий металл)2) μετάλλινος ( из металла) -
2 минеральный
минеральный μεταλλικός, ορυκτός* \минеральныйая вода το μεταλλικό νερό* * *μεταλλικός, ορυκτόςминера́льная вода́ — το μεταλλικό νερό
-
3 металлический
металл||и́ческийприл μεταλλικός, μεταλλοειδής:\металлическийи́ческий звук ὁ μεταλλικός ἡχος. -
4 металлический
επ.μεταλλικός•металлический блеск μεταλλική στιλπνότητα•
-ие деньги μεταλλικά χρήματα (κέρματα)•
металлический звон μεταλλικός ήχος.
|| μεταλλουργικός•металлический завод μεταλλουργικό εργοστάσιο.
-
5 изолятор
1. (физ., эл.) о μονωτήρας, о μονωτήςорешковый - эл. καρυοειδής -2. (помещение) το απο-μονωτήριο (ιατρείο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изолятор
-
6 катализатор
ο καταλύτης·Русско-греческий словарь научных и технических терминов > катализатор
-
7 кристалл
ο κρύσταλλοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кристалл
-
8 лязг
ο οξύς ήχος(цепей железа) о μεταλλικός ήχος, η κλαγγή (π.χ. των ερπυστριών)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лязг
-
9 металличность
η μεταλλικότητα, - еский μεταλλικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > металличность
-
10 отвёртка
ο βιδολόγος, разг. το κατσαβίδι (ξεν.)антимагнитная - αντιμαγνητικός -, μη μεταλλικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отвёртка
-
11 полиметаллический
πολύ μεταλλικός, αυτός που περιέχει πολλά είδη μετάλλων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полиметаллический
-
12 резистор
ο αντιστάτηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > резистор
-
13 свинец
хим. (РЬ) о μόλυβδ/ος, το μολύβιгубчатый - σπογγώδης -, πορώδης -чушковый - σε χελώνες/ρά-βδουςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > свинец
-
14 связь
1. (общение, возможность сообщения) η επικοινωνίαмногоканальная - μέσω πολλών διαύλων, φερέσυχνος -светосигнальная - μέσω φωτεινών σημάτων/φωτεινής σηματοδότησης2. (взаимные отношения между кем-, чем-л.) η σχέσ/η, ο δεσμόςэкономические - и οικονομικές - εις 3 (в соединениях атомах молекулах) ο δεσμός4. (в цепях, между элементами и т.п.) (элн.) о σύνδεσμος, το ενισχυτικόжёсткая - (элн.) η στερεά σύζευξηтрансформаторная - (элн.) η σύζευξη του μετασχηματιστή5. (элемент конструкции) η δοκός 6. грам. η σύνδεση 7. (лог.) η σύνδεση, причинная - αιτιοκρατική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > связь
-
15 тандер
(винтовая стяжка) ав. о (μεταλλικός) εντατήρας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тандер
-
16 труба
1. тех. о σωλήν/αςο αγωγέαςводопроводная - ο υδροσω-λήνας, ο υδραγωγόςдейдвудная - мор. η χοάνη του ελικοφόρου άξοναжаровая - (парового котла) о φλογαυλός, ο φλο-γοσωλήνας- μέτρησηςкормовая - πρυμνιός/πρυμναίος -переговорная - επικοινωνίας, φων(ο)αγωγός -ребристая - πτερυγοφόρος -, ο αυλός με πτερύγιαсварная - συγκολλημένος -, συγκολλητός -2. муз. η σάλπιγγα 3. (дымовая) ο/η καπνοδόχος, το φουγάρο (ξεν.), η καμινάδα 4. анат. η σάλ-πιγξ, η σάλπιγγα 5. (подзорная) το ματοκυάλι, το κα(ν)νοκιάλι, η διόπτρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > труба
-
17 фосфор
хим. (Ρ) ο φώσφορος· кристаллический - κρυσταλλικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фосфор
-
18 мниеральный
мниеральн||ыйприл ὀρυκτός, μεταλλικός:\мниеральныйая вода τό μεταλλικό νερό· \мниеральныйые вещества οἱ μεταλλικές οὐσίες· \мниеральныйое масло τό ὀρυκτέλαιο[ν]· \мниеральныйые удобрения χά χημικά λιπάσματα. -
19 арматура
-ы θ.1. μεταλλικός σκελετός.(τεχ.) οπλισμός, σιδηροσκευή μηχανών.2. παλ. όπλα, πανοπλίες κ.τ.τ.γλυπτικό έργο ή εικόνα όπλων ή πανοπλιών. -
20 бряк
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μεταλλικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλικός — ή, ό (Α μεταλλικός, ή, όν) [μέταλλο] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέταλλο ή μοιάζει με μέταλλο («μεταλλική λάμψη») 2. κατασκευασμένος ή παρασκευασμένος από μέταλλο (α. «μεταλλικά έπιπλα» β. «μεταλλικά νομίσματα» γ. «μεταλλικά φάρμακα»,… … Dictionary of Greek
μεταλλικός — ή, ό 1. αυτός που μοιάζει με μέταλλο: Μεταλλικό χρώμα. 2. αυτός που είναι κατασκευασμένος από μέταλλο, ο μετάλλινος: Μεταλλικό εργαλείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταλλικά — μεταλλικός of neut nom/voc/acc pl μεταλλικά̱ , μεταλλικός of fem nom/voc/acc dual μεταλλικά̱ , μεταλλικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλικῶν — μεταλλικός of fem gen pl μεταλλικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλικόν — μεταλλικός of masc acc sg μεταλλικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλικαῖς — μεταλλικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλικαί — μεταλλικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλικοῖς — μεταλλικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλικοῦ — μεταλλικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλικῆς — μεταλλικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)