-
1 μεταδίδω
(αόρ. μετέδωσα и μετέδωκα) μετ.1) передавать, отдавать; 2) передавать, сообщать;μεταδίδω από το ραδιόφωνο — передавать по радио;
μεταδίδω τηλεφωνικώς — передавать по телефону;
3) мед. передавать (инфекцию, болезнь), заражать (чем-л.);μεταδίδομαι — передаваться;
μεταδίδομαι από γενεά σε γενεά — передаваться из поколения в поколение
-
2 μεταδίδω
[метадило] ρ сообщать. -
3 ασύρματος
ος, ο[ν] 1. беспроволочный;ασύρματος τηλέγραφος — радиотелеграф;
ασύρματο τηλέφωνο — радиотелефон;
2. (ο) рация;σταθμός ασύρματού — радиостанция (экспедиций и:
π. п.);συσκευή ασύρματού — радиоустановка;
μεταδίδω με τον ασύρματό — передавать по рации
-
4 ράδιο(ν)
τό1) радий; 2) радио;μεταδίδω από το ράδιο(ν) — передавать по радио;
βάζω ράδιο(ν) — а) включать радио; — б) проводить, устанавливать радио;
κλείνω το ράδιο(ν) — выключать радио
-
5 ράδιο(ν)
τό1) радий; 2) радио;μεταδίδω από το ράδιο(ν) — передавать по радио;
βάζω ράδιο(ν) — а) включать радио; — б) проводить, устанавливать радио;
κλείνω το ράδιο(ν) — выключать радио
См. также в других словарях:
μεταδίδω — μεταδίδω, μετέδωσα (σπάν. μετάδωσα) βλ. πίν. 186 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μεταδίδω — (Α μεταδίδωμι, Μ μεταδίδω) 1. δίνω σε κάποιον κάτι δικό μου ή μέρος από κάτι, παρέχω («μετάδος φίλοισι σοῑσι σῆς εὐπραξίας», Ευρ.) 2. πληροφορώ κάποιον για κάτι που άκουσα ή έμαθα, γνωστοποιώ, ανακοινώνω, κοινοποιώ (α. «τα νέα μεταδόθηκαν… … Dictionary of Greek
μεταδιδῶ — μεταδίδωμι give part of pres subj act 1st sg μεταδίδωμι give part of pres ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταδιδῷ — μεταδίδωμι give part of pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναμεταδίδω — μεταδίδω εκ νέου, κάνω αναμετάδοση … Dictionary of Greek
μεταλαμπαδεύω — (Α μεταλαμπαδεύω) μεταδίδω το φως τής παιδείας και σε άλλους, μεταδίδω γνώσεις, επιστήμη, πολιτισμό, διαφωτίζω, εκπολιτίζω (α. «οι λόγιοι τής διασποράς μεταλαμπάδευσαν την ελληνική σοφία στη Δύση» β. «ἐπισκευάσας τὴν ἀθανασίαν τοῡ γένους ἡμῶν καὶ … Dictionary of Greek
προσαναχρώννυμαι — ΜΑ έρχομαι σε στενή επαφή με κάτι («τοῑς αὐτοῑς ἐπιτηδεύμασι καὶ διατριβαῑς περὶ ταύτὰ καὶ σπουδαῑς καὶ διαίταις... παραβάλλων καὶ προσαναχρωννύμενος», Πλούτ.) αρχ. 1. μεταδίδω σε κάποιον κάτι επικοινωνώντας με αυτόν («πλείονα δ ἃ μὴ πλάττοντες… … Dictionary of Greek
подавати — ПОДАВА|ТИ 1 (159), Ю, ѤТЬ гл. 1.Давать, подавать, подносить: ѹмирающю просѧштю при˫ати комъкани˫а. еп(с)пъ съ испытаниѥмь да подавають [в др. сп. подаваѥть] комъканиѥ. (μεταδιδότω τῆς προσφορᾶς) КЕ XII, 23б; причащениѧ же даръ достоинымъ подаваи … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ανακοινώνω — (Α ἀνακοινῶ, όω) γνωστοποιώ, αναγγέλλω, πληροφορώ αρχ. Ι. (ενεργ. και μέσ.) 1. μεταδίδω, μεταβιβάζω 2. συμβουλεύομαι, ρωτώ ΙΙ. μέσ. επικοινωνώ, ενώνομαι, συγκοινωνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κοινῶ. ΠΑΡ. ανακοίνωση( ις) νεοελλ. ανακοινωθέν,… … Dictionary of Greek
αναχρώννυμι — ἀναχρώννυμι (AM) μσν. μέσ. συνευρίσκομαι, συνουσιάζομαι αρχ. 1. δίνω νέο χρώμα, χρωματίζω 2. μεταδίδω οσμή 3. μολύνω, μιαίνω … Dictionary of Greek
ανησυχώ — 1. βρίσκομαι σε ανησυχία, σε αγωνία, φοβούμαι 2. μεταδίδω σε κάποιον την ανησυχία μου, τον κάνω να ανησυχεί 3. είμαι αναστατωμένος ή προκαλώ αναστάτωση … Dictionary of Greek