-
1 μετάλλιο
[мэталлио] ουσ. о. медаль.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μετάλλιο
-
2 медаль
медаль ж το μετάλλιο* золотая \медаль το χρυσό μετάλλιο наградить \медалью παρασημοφορώ· вручить \медаль απονέμω ( μετάλλιο)* * *жτο μετάλλιοзолота́я меда́ль — το χρυσό μετάλλιο
награди́ть меда́лью — παρασημοφορώ
вручи́ть меда́ль — απονέμω (μετάλλιο)
-
3 медаль
-и θ.μετάλλιο, παράσημο•золотая медаль χρυσό μετάλλιο•
серебряная медаль αργυρό μετάλλιο•
медаль материнства μετάλλιο μητρότητας.
εκφρ.оборотная ή другая сторона -и – η άλλη όψη του νομίσματος (η άλλη άποψη ζητήματος). -
4 медаль
медал||ьж τό μετάλλιο[ν]:золотая \медаль τό χρυσό μετάλλιο· получить серебряную \медаль παίρνω ἀργυρό μετάλλιο· ◊ оборотная сторона \медальи ἡ ἀνάποδη, ἡ ἄλλη πλευρά. -
5 золотой
золотой χρυσός, χρυσαφέ νιος, μαλαματένιος \золотойая медаль το χρυσό μετάλλιο ◇ \золотойые руки о χρυσοχέρης* * *χρυσός, χρυσαφένιος, μαλαματένιοςзолота́я меда́ль — το χρυσό μετάλλιο
••золоты́е ру́ки — ο χρυσοχέρης
-
6 олимпийский
олимпийский ολυμπιακός \олимпийскийие игры οι Ολυμπιακοί Αγώνες· τα Ολύμπια (в древней Греции)' \олимпийский чемпион о ολυμπιονίκης· \олимпийский огонь η ολυμπιακή φλόγα· \олимпийскийая медаль το ολυμπιακό μετάλλιο· \олимпийскийая эмблема το ολυμπιακό έμβλημα· \олимпийскийая деревня το ολυμπιακό χωριό* * *Олимпи́йские и́гры — οι Ολυμπιακοί Αγώνες; τα Ολύμπια ( в Древней Греции)
олимпи́йский чемпио́н — ο ολυμπιονίκης
олимпи́йский ого́нь — η ολυμπιακή φλόγα
олимпи́йская меда́ль — το ολυμπιακό μετάλλιο
олимпи́йская эмбле́ма — το ολυμπιακό έμβλημα
олимпи́йская дере́вня — το ολυμπιακό χωριό
-
7 медаль
[μιντάλ"] ουσ. θ. μετάλλιο -
8 медаль
[μιντάλ"] ουσ θ μετάλλιο -
9 медалист
-а α.-ка, -и θ.αριστούχος μαθητής, -τρια, που αποφοίτησε με μετάλλιο. -
10 плакетка
-и θ.1. μετάλλιο ορθογώνιο.2. πλάκα διακοσμητική, ανάγλυφη. -
11 присудить
-ужу, -удишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. присужденный, βρ: -ден, -дена, -деноρ.σ.μ.1. (κατά)δικάζω, επιβάλλω ποινή.2. απονέμω, δίνω• βραβεύω•на выставке ему -ли медаль στην έκθεση του έδοσαν μετάλλιο•
жури -ло ему первую премию οι αγωνοδίκες του έδοσαν το πρώτο βραβείο.
-
12 юбилейный
επ.ιωβηλιαίος•юбилейный медаль ιωβη-λιαίο μετάλλιο•
-ые торжества ιωβηλιαίος γιορτασμός.
См. также в других словарях:
μετάλλιο — το τεμάχιο μετάλλου, συνήθως σε σχήμα νομίσματος, που φέρει χαραγμένη ή ανάγλυφη παράσταση ή επιγραφή και δίνεται ως αναμνηστικό σημαντικού γεγονότος ή τόπου ή ως ένδειξη τιμής σε ένα πρόσωπο για αξιόλογη πράξη ή για προσφερθείσα υπηρεσία (α.… … Dictionary of Greek
μετάλλιο — το κομμάτι μετάλλου, συνήθως κυκλικό, με ανάγλυφες παραστάσεις ή επιγραφή, που προσφέρεται τιμητικά σε πρόσωπα για τη δράση τους (μετάλλιο ανδρείας) ή ως έπαθλο (μετάλλιο Ολυμπιακών αγώνων): Κέρδισε το χρυσό μετάλλιο στην κολύμβηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Θάνου, Κατερίνα — (Αθήνα 1976 –). Αθλήτρια του στίβου και Ολυμπιονίκης. Η Θ. ξεκίνησε τον στίβο στον Εθνικό Γ.Σ. ενώ στη συνέχεια αγωνίστηκε με τα χρώματα του Ολυμπιακού. Σημαντικότερη επιτυχία της είναι το ασημένιο μετάλλιο που κατέκτησε στους Ολυμπιακούς αγώνες… … Dictionary of Greek
Κελεσίδου, Αναστασία — (Αμβούργο 1972 –). Δισκοβόλος και ολυμπιονίκης. Μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη και έκανε για πρώτη φορά αισθητή την παρουσία της στους Μεσογειακούς αγώνες της Αθήνας, το 1991, όταν κατέλαβε την 9η θέση. Έκτοτε η πορεία της υπήρξε ανοδική. Το 1994 έγινε … Dictionary of Greek
Μουρούτσος, Μιχάλης — (Λαγκάδια Γορτυνίας 1980 –). Ολυμπιονίκης στο αγώνισμα τάε κβον ντο. Άρχισε να ασχολείται με το τάε κβον ντο σε ηλικία επτά, μόλις, ετών, έχει μαύρη ζώνη με τρία νταν και αγωνίζεται στην κατηγορία έως 58 κιλά. Το 1997 αναδείχθηκε πρώτος νικητής… … Dictionary of Greek
ιστιοδρομίες — Δραστηριότητα που αναπτύσσεται στη θάλασσα ή σε εσωτερικά ύδατα με ιστιοφόρα για λόγους ψυχαγωγίας ή για τη διεξαγωγή αγώνων ταχύτητας μεταξύ των σκαφών. Τα σκάφη που χρησιμοποιούνται για ι. μπορεί να ταξινομηθούν σε σκάφη ενός τύπου ή μονότυπα,… … Dictionary of Greek
Καιροφύλας, Γιάννης — (Αθήνα 1927 –). Δημοσιογράφος και συγγραφέας, γνωστός και με το ψευδώνυμο Αθηναιομνήμων. Σπούδασε στην Πάντειο Ανωτάτη Σχολή Πολιτικών Επιστημών. Σταδιοδρόμησε ως συντάκτης ή αρχισυντάκτης στις εφημερίδες Προοδευτική Αλλαγή, Έθνος, Ελεύθερος… … Dictionary of Greek
Μελισσανίδης, Ιωάννης — (Μόναχο, Γερμανία 1977 –) Ολυμπιονίκης της ενόργανης γυμναστικής. Άρχισε να ασχολείται με τη γυμναστική το 1986, μετά τον επαναπατρισμό της οικογένειάς του στη Θεσσαλονίκη. Η πρώτη του επιτυχία ήλθε το 1993 με την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου… … Dictionary of Greek
Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ήλιδας (Ηλείας) — Η Αρχαιολογική Συλλογή της Ήλιδας ιδρύθηκε το 1981. Περιλαμβάνει τα ευρήματα που έφεραν στο φως οι ανασκαφές στην περιοχή της αρχαίας πόλης της Ήλιδας και καλύπτουν χρονολογικά την περίοδο από την πρωτοελλαδική έως και τη ρωμαϊκή εποχή. Η Ήλιδα… … Dictionary of Greek