-
1 μεστός
μεστός, angefüllt, voll, im eigentlichen Sinn u. übertr., bes. von schlimmen Dingen; ὃς ἐποίησεν τὴν πόλιν ἡμῶν μεστὴν εὑρὼν ἐπιχειλῆ, Ar. Equ. 811; c. gen., πλούτου, Plut. 188. 193; μεστὰ λίϑων καὶ γῆς, Plat. Legg. XII, 967 c; ὑποψίας καὶ δείματος, Rep. I, 330 e; κακίας μεστὴ γίγνεται ἡ ψυχή, Crat. 415 c; ϑορύβου, Conv. 223 b, u. ähnlich oft, u. Folgde; κῶμαι μεσταὶ σίτου καὶ οἴνου, Xen. An. 1, 5, 19; μεστὴ πολλῶν κακῶν, Dem. 2, 14. – Auch c. part., ἡνίκ' ἤδη μεστὸς ἦν ϑυμούμενος, Soph. O. C. 772, wie μεστὸς ἐγένετο ἀγανακτῶν, er hatte sich satt gescholten, Dem. 48, 28, u. anders, φυλάττει ὁπηνίκα ὑμεῖς ἐστε μεστοὶ τοῦ ἀεὶ λέγοντος, bis ihr den Redner satt, zum Ueberdruß, gehört habt, 18, 308; Luc. Nigr. 36 vrbdt auch τοξόται μεστοὶ τὰς φαρέτρας λόγων; Plut. Alex. 13 μεστὸς ὢν ἤδη τὸν ϑυμόν, des Zornes satt.
-
2 μεστός
μεστός, angefüllt, voll, im eigentlichen Sinn u. übertr., bes. von schlimmen Dingen; μεστὸς ἐγένετο ἀγανακτῶν, er hatte sich satt gescholten; φυλάττει ὁπηνίκα ὑμεῖς ἐστε μεστοὶ τοῦ ἀεὶ λέγοντος, bis ihr den Redner satt, zum Überdruß, gehört habt; μεστὸς ὢν ἤδη τὸν ϑυμόν, des Zornes satt -
3 μεστός
Grammatical information: adj.Meaning: `full, filled, satiated' (IA.).Compounds: Also with ἀνα-, ἐν-, ἐπι- a. o. in diff. meanings, first after ἀνάπλεος etc., also poss. backformation of ἀνα-μεστοῦσθαι (cf. Strömberg Prefix Studies 91 a. 117).Derivatives: μεστόομαι, - όω, also with ἀνα-, δια-, ἐν-, κατα-, `be filled, fill up' (Com., S., Pl. Lg., Arist.) with the late a. rare μέστωσις `filling, satiation', - ωμα `filling'. Also μέσμα μέστωμα H.; old primary formation independent of μεστός?Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unexplained. By Fick 1, 507, Johansson IF 2, 35 a. o. connected with μαδάω `drip', μέζεα, μήδεα `male sexual parts' etc., with further acc. to Fick 2, 215 (doubting) Celt., e.g. MIr. mess (\< * med-tu-) `gland'; against connection of μαδάω WP. 2, 231 (which is impossible). Connection with med- `measure' in μέδιμνος a. o. has also been proposed (Curtius 243 doubting, Osthoff IF Anz. 5, 19 A. 1); very doubtful.Page in Frisk: 2,215Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μεστός
-
4 μεστος
31) полный, переполненный(ὕδατος, χρημάτων Arph.; λίθων καὴ γῆς Plat.; σίτου καὴ οἴνου Xen.)
2) преисполненный(ἐλπίδων ἀγαθῶν, σπουδῆς Xen.; ὑποψίας καὴ δείματος Plat.; φρενῶν ἀγαθῶν Plut.)
3) пресыщенныйμ. ἦ θυμούμενος Soph. — я был пресыщен скорбью;
μ. ἐγένετο ἀγανακτῶν Dem. — он досыта излил свой гнев -
5 μεστός
μεστόςfull: masc nom sg -
6 μεστός
μεστός, ή, όν (s. μεστόω; Trag., X., Pla.+) prim. ‘full’.① pert. to filling up a space, full, lit., w. gen. of thing (X., An. 1, 4, 19; Alciphron 2, 11; Jos., Ant. 4, 93; PGrenf I, 14, 9; POxy 1070, 31f [III A.D.]) σκεῦος ὄξους μ. full of vinegar J 19:29a. Likew. of a sponge μ. τοῦ ὄξους vs. 29b. τὸ δίκτυον μ. ἰχθύων μεγάλων the net full of large fish 21:11. In imagery of the tongue μ. ἰοῦ full of poison Js 3:8.② pert. to being thoroughly characterized by someth., filled w. somet., fig. ext. of 1, w. gen.ⓐ of pers. (Dio Chrys. 51 [68], 4; Ael. Aristid. 46 p. 267 D.: ὕβρεων κ. κακῶν μ.; 47 p. 435 εὐλαβείας; CPR I, 19, 15 μ. ψευδολογίας; POxy 130, 6 μ. ἐλεημοσύνης; Pr 6:34; Jos., Ant. 16, 351) μ. ὑποκρίσεως καὶ ἀνομίας full of pretense and lawlessness Mt 23:28. μ. φθόνου (Maximus Tyr. 35, 4e; Tetrast. Iamb. 1, 31, 2 p. 276) Ro 1:29. μ. πολλῆς ἀνοίας καὶ πονηρίας 2 Cl 13:1 (Isocr. 5, 45 πολλῆς ἀνοίας μ.; Dio Chrys. 15 [32], 15 μ. πονηρίας). μ. ἀγαθωσύνης Ro 15:14. μ. ἐλέους Js 3:17 (plus μεστὴ καρπῶν ἀγαθῶν P74). μ. ὁσίας βουλῆς 1 Cl 2:3.ⓑ of things (Epicurus in Diog. L. 10, 146 πάντα ταραχῆς μεστά; Menand., Fgm. 386 Kö.; μεστόν ἐστι τὸ ζῆν φροντίδων; Philo, Op. M. 2; 22 al.; Just., D. 131 ὀνείδους μεστοῦ μυστηρίου τοῦ σταυροῦ; Tat. 32, 3 φθόνου μεστά) ὀφθαλμοὶ μ. μοιχαλίδος (s. μοιχαλίς a; μ. w. an abstr. noun Sb VI, 9622, 16 [343 A.D.] ἦθος … ἀπονοίας μεστὸν ἀναλαβόμενοι=displaying a manner fraught with rebellion) 2 Pt 2:14. The way of death is κατάρας μ. 20:1; D 5:1.—B. 931. DELG. M-M. TW. -
7 μεστός
{прил., 8}полный, переполненный, исполненный, наполненный.Ссылки: Мф. 23:28; Ин. 19:29; 21:11; Рим. 1:29; 15:14; Иак. 3:8, 17; 2Пет. 2:14.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μεστός
-
8 μεστός
{прил., 8}полный, переполненный, исполненный, наполненный.Ссылки: Мф. 23:28; Ин. 19:29; 21:11; Рим. 1:29; 15:14; Иак. 3:8, 17; 2Пет. 2:14.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μεστός
-
9 μεστός
η, ό[ν]1) полный, наполненный, насыщенный (идеями, смыслом и т. п.); 2) спелый, зрелый; 3) упитанный; плотный, упругий (о теле) -
10 μεστός
полный, переполненный, исполненный, наполненный.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μεστός
-
11 μεστός
-
12 μεστός
-ή,-όν + A 0-0-2-2-0=4 Ez 37,1; Na 1,10; Prv 6,34; Est 5,2afull of [τινος] -
13 μεστός
[мэстос] επ полный, спелый, созревший. -
14 μεστός
A full,ἄγγεα Hom.Epigr.15.5
;ἐποίησεν τὴν πόλιν μεστήν Ar.Eq. 814
; ἔγχεον μεστήν a full cup, Diph.20, cf. Alex.58;μὴ μεστὰς ἀεὶ ἕλκωμεν Antiph.207.1
; of persons,οἶνον πίνεις μ. ὤν Alex.164
, cf. Anaxandr.15.II c. gen., full of,ἀργυρίου.. ἀρτάβη μεστή Hdt.1.192
;τὸ στόμα.. μεστὸν βδελλέων Id.2.68
;μ. ὕδατος Ar. Nu. 383
; ἀλφίτων, οἴνου, ἐλαίου, Id.Pl. 806sq.; ὄνος.. οἴνου μ. laden with.., Id.V. 617;ἱμάτιον κηλίδων μ. Thphr.Char.19.7
.2 metaph.,πάντα μ. ἐλπίδων ἀγαθῶν εἶναι X.HG3.4.18
; μεστοὶ σπουδῆς, ἀταξίας, Id.Smp.1.13, Mem.3.5.6;πολλῆς ἀνοίας μ. Isoc.5.45
;σοφία μ. ἐλέους καὶ καρπῶν ἀγαθῶν Ep.Jac.3.17
;φόβων καὶ ἐρώτων μ. Pl.R. 579b
;ἀπάτης μ. Id.Phd. 83a
, etc.;ἐλευθερίας Id.R. 563d
; μ. θεάτρου full of theatric pride, i. e. spoilt by applause, Id.Smp. 194b; ὑπερηφανίας καὶ ὑπεροψίας μ. v.l. in D.21.195.b sated with, c. gen., E.IT 804; ; τινος (of a person) Plu.2.541d: c. part., μ. ἦ θυμούμενος, i. e. had had my fill of anger, S.OC 768;μ. ἐγένετο ἀγανακτῶν D.48.28
;μεστοὶ τοῦ συνεχῶς λέγοντος Id.18.308
; alsoμ. τὸν θυμόν Plu.Alex.13
. -
15 μεστός
1) full2) mature3) repleteΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μεστός
-
16 περί-μεστος
περί-μεστος, rings um, sehr voll; Xen. Conv. 2, 11; τινός, Plut. Caes. 6.
-
17 πάμ-μεστος
πάμ-μεστος, ganz voll, Theophr.
-
18 κατά-μεστος
κατά-μεστος, ganz voll, Schol. Ar. Equ. 500, Erkl. von κατάπαστος.
-
19 διά-μεστος
διά-μεστος, ganz voll, τινός, von etwas, Antiphan. bei Ath. II, 45 a; Arist. probl. 19, 50.
-
20 ἀνά-μεστος
ἀνά-μεστος ( fem. ἀναμέστη Eupol. bei Schol. Ar. Pax 790), angefüllt, voll, ἔχϑρας πατρικῆς Dem. 25, 32; Mnesim. Ath. IX, 403 (V. 65).
См. также в других словарях:
μεστός — full masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεστός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Είναι ένας από τους 37 μάρτυρες της περιόδου των Διοκλητιανού (284 305) και Μαξιμιανού (286 305) στη Βιζύη και στη Φιλιππούπολη. Η μνήμη του τιμάται στις 20 Αυγούστου. * * * ή, ό (ΑM μεστός, ή, όν) πλήρης,… … Dictionary of Greek
μεστός — ή, ό 1. γεμάτος, πλήρης: Βαρέλι μεστό με κρασί. 2. ώριμος, γινωμένος, μεστωμένος: Κόψαμε τα μεστά σταφύλια. 3. γεροδεμένος, σφιχτός: Οι αθλητές με τα μεστά κορμιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεστά — μεστός full neut nom/voc/acc pl μεστά̱ , μεστός full fem nom/voc/acc dual μεστά̱ , μεστός full fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεστότερον — μεστός full adverbial comp μεστός full masc acc comp sg μεστός full neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεστῶν — μεστός full fem gen pl μεστός full masc/neut gen pl μεστόω fill full of pres part act masc voc sg (doric aeolic) μεστόω fill full of pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) μεστόω fill full of pres part act masc nom sg μεστόω fill full… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεστόν — μεστός full masc acc sg μεστός full neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεστότατα — μεστός full adverbial superl μεστός full neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσταῖς — μεστός full fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσταί — μεστός full fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεστοτέρους — μεστός full masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)