-
1 μεσουρανημα
1) середина неба NT.2) стояние в середине неба, кульминация Sext. -
2 μεσουράνημα
μεσουράνημαculmination: neut nom /voc /acc sg -
3 μεσουράνημα
μεσουράνημα, ατος, τό (Posidon.: 87 Fgm. 85 p. 273, 15 Jac.; Manetho, Plut.; Sext. Emp., POxy 235, 13 [I A.D.]) lit., in astronomy the ‘meridian’ (‘culmination’; μεσουρανεῖν means ‘be at the zenith’, of the sun [Aristot., Plut.; schol. on Apollon. Rhod. 1, 450; PGM 4, 2992]) zenith ἐν μεσουρανήματι in midheaven Rv 8:13; 14:6; 19:17.—M-M. -
4 μεσουράνημα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μεσουράνημα
-
5 μεσουράνημα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μεσουράνημα
-
6 μεσουράνημα
το, μεσουράνηση [-ις (-εως)] η прям., перен. зенит;στο μεσουράνη της δόξας — в зените славы
-
7 μεσουράνημα
средина неба.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μεσουράνημα
-
8 μεσουράνημα
[мэсуранима] ουσ ο (αστρον) зенит, (μεταφ) зенит, высшая точка. -
9 μεσουράνημα
2 mid-heaven, zenith, Apoc.8.13, al.3 μ. κόσμου title of Aries as having been on the meridian at the Creation, Vett.Val.5.26.4 name of the tenth τόπος, Paul. Al.N.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσουράνημα
-
10 μεσουράνημα
μεσ-ουράνημα, τό, der Stand der Sonne mitten am Himmel -
11 μεσουρανημάτων
μεσουράνημαculmination: neut gen pl -
12 μεσουρανήμασι
μεσουράνημαculmination: neut dat pl -
13 μεσουρανήματα
μεσουράνημαculmination: neut nom /voc /acc pl -
14 μεσουρανήματι
μεσουράνημαculmination: neut dat sg -
15 μεσουρανήματος
μεσουράνημαculmination: neut gen sg -
16 μεσ-ουράνισμα
μεσ-ουράνισμα, τό, = μεσουράνημα, zw.
-
17 αντιμεσουρανημα
-
18 μεσουράνισμα
το см. μεσουράνημα -
19 3321
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3321
-
20 μεσοδερκής
μεσο-δερκής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσοδερκής
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μεσουράνημα — culmination neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσουράνημα — και μεσουράνισμα, το (ΑM μεσουράνημα, Μ και μεσουράνισμα) [μεσουρανώ] η θέση τού Ηλίου ή ενός άλλου αστέρα στο μέσο τού ουρανού («εἶτ ἐπιβαίνειν πάλιν ἕως τοῡ ὑπὸ γῆν μεσουρανήματος», Στράβ.) νεοελλ. μτφ. το ύψιστο σημείο ακμής, ο Κολοφώνας, το… … Dictionary of Greek
μεσουράνημα — το, ατος και μεσουράνηση, η 1. το να βρίσκεται στη μέση του ουρανού ο ήλιος ή τα αστέρια: Το μεσημέρι ο ήλιος φτάνει στο μεσουράνημά του. 2. μτφ., το αποκορύφωμα της δράσης, της δόξας, της ακμής: Η πόλη εκείνη την εποχή βρισκόταν στο μεσουράνημά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεσουρανημάτων — μεσουράνημα culmination neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσουρανήμασι — μεσουράνημα culmination neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσουρανήματα — μεσουράνημα culmination neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσουρανήματι — μεσουράνημα culmination neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσουρανήματος — μεσουράνημα culmination neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμεσουράνημα — τὸ, Α [συμμεσουρανῶ] 1. (για αστέρα) μεσουράνημα 2. φρ. α) «ἑῷον συμμεσουράνημα» μεσουράνημα αστέρα κατά την ανατολή τού Ηλίου β) «ἑσπερινὸν συμμεσουράνημα» μεσουράνημα αστέρα κατά τη δύση τού Ηλίου … Dictionary of Greek
μεσουράνισμα — το (ΑM μεσουράνισμα) το να βρίσκεται ένα ουράνιο σώμα στο μέσον τού ουρανού, το μεσουράνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. *μεσουρανίζω ή μεταπλ. τ. τού μεσουράνημα. κατά τα ουδ. σε ισμα] … Dictionary of Greek
ASIA Major — una ex tribus orbis partibus veteribus cognitis, reliquas duas simul acceptas magnitudine superans, in ortum maxime extensa, Indicô, Eoô, et Scythicô Oceanô, perfusa; ab Europa ad occidentem Tanai fluv. mari Euxinô, et Aegaeô separata, ab Africa… … Hofmann J. Lexicon universale