-
1 μεσά-στυλον
μεσά-στυλον, τό, = μεσόστυλον, Erkl. von μεσόδμαι, Schol. Od. 19, 36. Auch μεσαστύλιον, vgl. Lob. zu Phryn. 195.
1 μεσά-στυλον
μεσά-στυλον, τό, = μεσόστυλον, Erkl. von μεσόδμαι, Schol. Od. 19, 36. Auch μεσαστύλιον, vgl. Lob. zu Phryn. 195.