Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

μεριμνητής

См. также в других словарях:

  • μεριμνητής — μεριμνητής, ὁ (ΑM Α θηλ. μεριμνήτρια) [μεριμνώ] αυτός που μεριμνά, που νοιάζεται αρχ. 1. ερευνητής («σοφούς... και μεριμνητὰς λόγων», Ευρ.) 2. μαθητής 3. (κατά τον Ησύχ.) «μεριμνηταί οἱ φιλόσοφοι» …   Dictionary of Greek

  • μεριμνητής — one who is anxious about masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεριμνηταῖς — μεριμνητής one who is anxious about masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεριμνηταί — μεριμνητής one who is anxious about masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεριμνητήν — μεριμνητής one who is anxious about masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεριμνητά — μεριμνητά̱ , μεριμνητής one who is anxious about masc nom/voc/acc dual μεριμνητής one who is anxious about masc voc sg μεριμνητής one who is anxious about masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεριμνητάς — μεριμνητά̱ς , μεριμνητής one who is anxious about masc acc pl μεριμνητά̱ς , μεριμνητής one who is anxious about masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεριμνητικός — μεριμνητικός, ή, όν (Α) [μεριμνητής] 1. αυτός που μεριμνά, που νοιάζεται για κάτι 2. αυτός που προκαλείται από τις μέριμνες 3. προσεκτικός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»