-
1 μεν-έγχης
μεν-έγχης, ες, = μεναίχμης, ἄνδρες, Aeschyl. ep. 1 (VII, 255).
-
2 ἀσχέδωρος
Grammatical information: m.Meaning: `wild boar' in Magna Graecia (A. Fr. 191)Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Kretschmer KZ 36, 267f. proposed Doric *ἀν-σχε-δορϜ-ος `who resists the lance', originally an epithet; cf. μεν-έγχης, μεν-αίχμης; s. also on ἀλέκτωρ (s. ἀλεκτρυών). Bolling, Lg. 12, 1936,220 posited - δωρϜος. Possible at best.Page in Frisk: 1,175Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀσχέδωρος
-
3 μενεγχης
2твердо держащий копье, т.е. непоколебимый в бою, т.е. бесстрашный
См. также в других словарях:
ασχέδωρος — ἀσχέδωρος, ο (Α) ονομασία του αγριόχοιρου στη Μεγάλη Ελλάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ο τ. ασχέδωρος < *αν σχε δορF ος < ανασχείν + δόρυ «αυτός που προβάλλει αντίσταση στο ακόντιο» (πρβλ. μεν εγχής, μεν αίχμης «ο καρτερικός στη μάχη»). Ο τ. ανήκει στη … Dictionary of Greek
μενεγχής — μενεγχής, ές (Α) μεναίχμης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν τού μένω + εγχής (< ἔγχος «ακόντιο, κοντάρι»), πρβλ. δολιχ εγχής] … Dictionary of Greek