Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μελοδραματικός

См. также в других словарях:

  • μελοδραματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μελόδραμα 2. αυτός που έχει ύφος λόγου που προσιδιάζει σε πρόσωπα μελοδράματος 3. υπερβολικός, πομπώδης, στομφώδης («μελοδραματικό ύφος»). επίρρ... μελοδραματικώς και ά με μελοδραματικό τρόπο, σαν πρόσωπο …   Dictionary of Greek

  • μελοδραματικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στο μελόδραμα: Μελοδραματικά κείμενα. 2. μτφ., πομπώδης, υπερβολικός στις εκφράσεις και τις κινήσεις, θεατρικός: Μας υποδέχτηκε με μελοδραματικό ύφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μπαχ — (Bach). Επώνυμο οικογένειας μουσικών με καλλιτεχνική δραστηριότητα στη Γερμανία από τα μέσα του 16ου έως τα μέσα του 19ου αι. χωρίς διακοπή. Η πολιτιστική προσφορά της γενιάς των Μ. αποτελεί μοναδική εκπληκτική περίπτωση στην ιστορία της… …   Dictionary of Greek

  • δακρύβρεχτος — η, ο βρεγμένος από δάκρυα, μελοδραματικός: Το έργο ήταν ένα δακρύβρεχτο μελό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»