-
1 νεκταρ
- ᾰρος τό нектар, напиток богов(ἀμβροσιη καὴ ν. Hom.; μεθυσθεὴς τοῦ νέκταρος Plat.)
μελισσᾶν ν. Eur. — пчелиный нектар, т.е. мед -
2 πονημα
- ατος τό труд, плод трудов, произведениеπ. μελισσᾶν Eur. — труд пчел, т.е. мед;
Ἰλιὰς τὸ π. μιᾶς χάριν ἐστὴ γυναικός Anth. «Илиада» есть произведение, (написанное) из-за одной единственной женщины (т.е. Елены) -
3 πονος
ὅ1) труд, работа, усилие, напряжениеμετὰ πολλοῦ πόνου Plat. и μαχρῷ πόνῳ Aesch. — с большим трудом;
πόνον τίθεσθαι Hom. или παρέχειν τινί Plat. — заставлять кого-л. трудиться, доставить кому-л. хлопоты;τετραπλάσιον πόνον ἀναλίσκειν ἐπί τινι Plat. — затрачивать вчетверо больше труда на что-л.;μηδένα πόνον λαβών Her. — не затрачивая никакого труда;οἱ κατὰ τὰ σώματα πόνοι Plat. — телесные напряжения, физический труд2) дело, занятиеπ. ἄλλος ἔπειγεν Hom. — другое дело звало (меня);
ἐνάλιος π. Pind. — рыболовство;π. ὅ μέ φοβῶν Soph. — дело, не сопряженное с опасностями3) тягота, забота(στρατιωτικοὴ πόνοι Xen.)
π. πόνῳ πόνον φέρει погов. Soph. — одна забота порождает другую4) страдание, мучение, мука, боль, скорбь(π. καὴ κήδεα Hom.)
πόνους πονεῖν Soph. — испытывать страдания5) заболевание, болезньἐν οὐ πολλῷ χρόνῳ κατέβαινεν ἐς τὰ στήθη ὅ π. Thuc. — за короткое время болезнь спускалась в грудную полость
6) плод трудов, произведениеμελισσᾶν π. Pind. = τὸ μέλι;
τεκτόνων π. Soph. = ἥ οἰκία;τοὺς πόνους τινὸς ἔχειν Xen. — пользоваться плодами чужих трудов7) битва, бой(π. καὴ νεῖκος Hom.)
ἔχειν πολὺν πόνον Hom. — вести большое сражение;ἐν τούτῳ τῷ πόνῳ ὅ πολέμαρχος διαφθείρεται Her. — в этом-то сражении убит (был) полемарх
См. также в других словарях:
Μελισσᾶν — Μέλισσα madhu lih fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελισσᾶν — μέλισσα madhu lih fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μέλισσαν — Μέλισσα madhu lih fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλισσαν — μέλισσα madhu lih fem acc sg μελίζω dismember aor ind act 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μέλιτταν — Μέλισσαν , Μέλισσα madhu lih fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Iamos — Dans la mythologie grecque, Iamos (en grec ancien Ἴαμος / Íamos, de ἴον / íon « violette ») est un fils d Apollon et le héros éponyme des Iamides. Son mythe n est connu que par la Sixième Olympique de Pindare[1]. Mythe Sa mère … Wikipédia en Français
λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία … Dictionary of Greek
νέκταρ — Σακχαρούχα ουσία που εκκρίνεται από ειδικά όργανα ή από αδενώδεις επιφάνειες (επιφανειακοί εκκριτικοί ιστοί) του φυτού, τα νεκτάρια, τα οποία βρίσκονται συνήθως στα άνθη, αλλά επίσης και σε άλλα φυτικά μόρια. Η παραγωγή του ν. από τα νεκτάρια των … Dictionary of Greek
τρητός — ή, όν, Α γεμάτος τρύπες, διάτρητος (α. «ἐν τρητοῑσι λεχέεσσιν» [πιθ.] σε κλίνες διακοσμημένες με γλαφυρό τρόπο ή, κατ άλλους, σε κλίνες τών οποίων τα υποστηρίγματα είχαν οπές από τις οποίες περνούσαν οι ιμάντες που υποβάσταζαν τα στρώματα, Ομ. Ιλ … Dictionary of Greek
όρχαμος — ὄρχαμος, ὁ (Α) πρώτος στη σειρά, αρχηγός («καὶ πεδοστιβὴς λεὼς σμῆνος ὡς ἐκλέλοιπεν μελισσᾱν σὺν ὀρχάμῳ στρατοῡ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. σημ. και ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με τα: ἄρχω, ἀρχός «αρχηγός» και εμφανίζει κατάλ. μος… … Dictionary of Greek
μέλιτταν — μέλισσα madhu lih fem acc sg (attic) μέλιττα madhu lih fem acc sg μέλισσαν , μελίζω dismember aor ind act 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)