-
1 μελίσσι
-
2 μελίσσι
[мэлисси] ουσ. о. пчелиный рой, улей,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μελίσσι
-
3 μελίσσι
[мэлисси] ουσ ο пчелиный рой, улей. -
4 μέλισσ'
μέλισσι, μέλιhoney: neut dat pl (epic)μέλισσα, μέλισσαmadhu-lih-fem nom /voc sgμέλισσαι, μέλισσαmadhu-lih-fem nom /voc plμέλισσε, μελίσσωpres imperat act 2nd sgμέλισσε, μελίσσωimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)μέλισσαι, μελίζωdismember: aor imperat mid 2nd sg (epic)μέλισσα, μελίζωdismember: aor ind act 1st sg (epic)μέλισσε, μελίζωdismember: aor ind act 3rd sg (epic) -
5 μέλιττ'
μέλισσι, μέλιhoney: neut dat pl (epic)μέλιττα, μέλισσαmadhu-lih-fem nom /voc sg (attic)μέλιτται, μέλισσαmadhu-lih-fem nom /voc pl (attic)μέλιττα, μέλιτταmadhu-lih-fem nom /voc sgμέλιτται, μέλιτταmadhu-lih-fem nom /voc plμέλιττε, μελίσσωpres imperat act 2nd sg (attic)μέλισσε, μελίσσωimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)μέλισσα, μελίζωdismember: aor ind act 1st sg (epic)μέλισσε, μελίζωdismember: aor ind act 3rd sg (epic) -
6 пчелиный
της μέλισσας- рой το σμάρι, το μελίσσιτο μελισσολόι, το σμήνος των μελισσώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пчелиный
-
7 рой
ройм1. (насекомых) τό σμήνος, τό σμάρι/ τό μελίσσι (тк. пчел):пчелиный \рой τό μελίσσι, σμάρι ἀπό μέλισσες·2. перен τό κύμα:\рой воспоминаний κύμα ἀναμνήσεων. ροκ м ἡ μοίρα, ἡ εἰμαρμένη. -
8 ясли
1. с.-х. το παχνί, η φάτνη, η ταΐστρα 2. (детское дошкольное заведение) о βρεφικός σταθμός 3. астр. η Φάτνη, το Μελίσσι (αστρικό σμήνος).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ясли
-
9 выкуривать
выкуриватьнесов, выкурить сов1. (табак, папиросу) καπνίζω, ἀποκαπνίζω:\выкуривать все папиросы καπνίζω ὅλα τά τσιγάρα·2. (выгонять дымом) καπνίζω, διώχνω μέ τόν καπνό:\выкуривать пчел из у́лья καπνίζω τό μελίσσι, διώχνω μέ τόν καπνό τίς μέλισσες·3. перен (выживать) разг διώχνω, ξεφορτώνομαι. -
10 пчелйный
пчел||йныйприл με-λίσσιος, τῶν μελισσών:\пчелйныйиный мед τό μέλι ἀπό μέλισσες· \пчелйныйиная ма́гка ἡ βασίλισσα τών μελισσών \пчелйныйиный рой τό μελίσσι, τό σμήνος μελισσών \пчелйныййный у́лей ἡ κυψέλη, τό μελισσοκόφινο. -
11 уламывать
уламыватьнесов πείθω μέ κόπο:\уламывать упрямца πείθω μέ κόπο τόν πεισματάρη (или τόν ἰσχυρογνώμονα). у́лей м ἡ κυψέλη, τό μελισσοκόφινο[ν]:полный \уламывать τό μελίσσι. -
12 hive
1) (a box etc where bees live and store up honey: He's building a hive so that he can keep bees.) κυψέλη2) (the bees that live in such a place: The whole hive flew after the queen bee.) μελίσσι -
13 обезматочеть
-еетρ.σ. (για μελίσσι) μένω χωρίς βασίλισσα, χάνω τη βασίλισσα. -
14 пропасть
пропасть 1-и θ.1. βάραθρο• άβυσσος• χάσμα•бездонная пропасть απύθμενο χάσμα άβυσσος.
|| γκρεμός, κρημνός•быть на краю -и είμαι στην άκρη (στο χείλος) του γκρεμού.
2. μτφ. αγεφύρωτο χάσμα (το ασυμβίβαστο απόψεων, διαφορών κ.τ.τ.).3. πλήθος μεγάλο• μελίσσι, εσμός• τεράστια ποσότητα.• σωρός•пропасть народа μεγάλη πολυκοσμία, κοσμοπλημμύρα, ανθρωποθάλασσα.• у него пропасть врагов αυτός έχει ένα σωρό εχθρούς•
в комнате была пропасть муссору στο δωμάτιο ήταν σωρός τα σκουπίδια.
4. επιφ. να παρ η οργή! αθεόφοβε! χαμένο κορμί.εκφρ.пропасть и нет – δε θα χαθείς, δε θα σκοτωθείς ή δε θα πέσεις από το γκρεμό.пропасть 2-паду, -падшь, παρλθ. χρ. пропал-ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. пропавший ρ. σ.1. χάνομαι, εξαφανίζομαι, γίνομαι άφαντος, εκλείπω•-ло письмо χάθηκε το γράμμα•
у меня -ла собака έχασα το σκυλί•
всё -ло όλα χάθηκαν, το παν χάθηκε.
2. κρύβομαι• δε φαίνομαι ή δεν ακούομαι•-ли горы χάθηκαν τα βουνά•
голоса -ли вдали οι φωνές χάθηκαν(έσβησαν) μακριά.
|| αργώ να επιστρέψω•он ушл и -ал на неделю αυτός έφυγε και χάθηκε για μια βδομάδα•
где ты -ал? που χάθηκες; τι έγινες; που ήσουν;
3. καταστρέφομαι•цветы -ли от мороза τα λουλούδια καταστράφηκαν από τον πάγο.
|| φονεύομαι, σκοτώνομαι, χάνομαι•сын его -ал в войне το παιδί του χάθηκε στον πόλεμο.
4. παραμένω ανώφελος, άκαρπος•-дут мой труды θα πάνε χαμένες οι εργασίες μου (οι κόποι μου).
εκφρ.пропасть даром (попусту) – χάνομαι άδικα.• пиши -ло πες πως χάθηκε. -
15 роить
рою, роишьρ.δ.μ. μαζεύω, συγκετρώνω•роить пчёл μαζεύω το μελίσσι.
μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι. || πετώ κατά σμήνη•тучами -лись комары σαν σύννεφα κινούταν τα κουνούπια.
|| περιστρέφομαι, στριφογυρίζω στον αέρα (για νιφάδες χιονιού, σκόνη κ.τ.τ.).μτφ. συρρέω, έρχομαι, εμφανίζομαι αθρόα (για σκέψεις, σχέδια κ.τ.τ.). -
16 уйма
-ы θ.πλήθος, σωρεία, σωρός• μελίσσι• μυρμηκιά• τσούρμο.
См. также в других словарях:
μελίσσι — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Οικισμός (3 κάτ.) του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται σε απόσταση 43 χλμ. ΝΑ της Τριπόλεως. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βόρειας Κυνουρίας. 2. Ακατοίκητος οικισμός του νομού Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γρεβενών … Dictionary of Greek
μελίσσι — το ιού 1. σμήνος από μέλισσες, το σμάρι. 2. μτφ., πυκνό και μεγάλο πλήθος που δημιουργεί θόρυβο: Στην πλατεία μαζεύτηκε μελίσσι. 3. στον πληθ., τα μελίσσια το μέρος όπου είναι τοποθετημένες πολλές κυψέλες, οι μελισσώνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέλισσ' — μέλισσι , μέλι honey neut dat pl (epic) μέλισσα , μέλισσα madhu lih fem nom/voc sg μέλισσαι , μέλισσα madhu lih fem nom/voc pl μέλισσε , μελίσσω pres imperat act 2nd sg μέλισσε , μελίσσω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) μέλισσαι , μελίζω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλιττ' — μέλισσι , μέλι honey neut dat pl (epic) μέλιττα , μέλισσα madhu lih fem nom/voc sg (attic) μέλιτται , μέλισσα madhu lih fem nom/voc pl (attic) μέλιττα , μέλιττα madhu lih fem nom/voc sg μέλιτται , μέλιττα madhu lih fem nom/voc pl μέλιττε ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Giannitsa — Gemeindebezirk Giannitsa Δημοτική Ενότητα Γιαννιτσών (Γιαννιτσά) … Deutsch Wikipedia
Ioannis Vilaras — (griechisch Ιωάννης/Γιάνης Βηλαράς; * 1771; † 1823) war ein Lyriker, satirischer Dichter und Prosaautor mit bedeutenden Beiträgen zum griechischen Sprachenstreit. Er übte den Beruf des Arztes aus. Leben Ioannis Vilaras wurde in Kythera im… … Deutsch Wikipedia
Pella (Makedonien) — Gemeinde Pella (Δήμος Πέλλας) … Deutsch Wikipedia
Vilaras — Ioannis Vilaras (griechisch Ιωάννης/Γιάνης Βηλαράς; * 1771; † 1823) war ein Lyriker, satirischer Dichter und Prosaautor mit bedeutenden Beiträgen zum griechischen Sprachenstreit. Er übte den Beruf des Arztes aus. Leben Ioannis Vilaras wurde in… … Deutsch Wikipedia
ακάπνιστος — η, ο (Α ἀκάπνιστος, ον) [καπνίζω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει μαυρίσει από καπνούς «τοίχος ακάπνιστος» 2. (για λουκάνικα, κρέατα, ψάρια) αυτός που δεν τόν έχουν στεγνώσει με καπνό, που δεν είναι καπνιστός 3. (για τσιγάρα) αυτά που είναι… … Dictionary of Greek
γλυκόβοος — η, ο αυτός που παράγει απαλή βοή («γλυκόβοο μελίσσι») … Dictionary of Greek
μέλισσα — Κοινή ονομασία υμενοπτέρων εντόμων της υπεροικογένειας apοidea, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 19 οικογένειες με 3.000 περίπου είδη. Όλες οι μ. στηρίζονται στη γύρη ως μοναδική πηγή πρωτεϊνών και στο νέκταρ ως πηγή ενέργειας. Για τον λόγο… … Dictionary of Greek