-
1 μειρακίσκος
A lad, stripling, Alex. 36.2, 178.7, Men.Georg.4, Satyr.Vit.Eur.Fr.39 xii 26, Jul.Or.7.223c;ἦν δὴ παῖς μᾶλλον δὲ μ. Pl.Phdr. 237b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μειρακίσκος
См. также в других словарях:
-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… … Dictionary of Greek