-
1 μειλιχιος
-
2 μειλίχιος
-
3 μειλίχιος
[милихиос] εκ. ласковый, нежный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μειλίχιος
-
4 μειλίχιος
[милихиос] επ ласковый, нежный. -
5 μειλινος
-
6 μειλιχος
-
7 μελλιχιος
-
8 Διασια
(ᾰ) τά диасии ( афинский праздник в честь Ζεὺς μειλίχιος, справлявшийся 23-го антестериона) Thuc., Arph. -
9 Ζευς
gen. Διός (dat. Διΐ и Δί с ῑ, acc. Δία, voc. Ζεῦ; эп.-поэт.: gen. Ζηνός, dat. Ζηνί, acc. Ζῆνα и Ζῆν, дор. Ζᾶν и Δᾶν; поздн. у Sext. gen. Ζεός, dat. Ζεΐ, acc. Ζέα) Зевс ( сын Кроноса и Реи - Κρόνου παῖς, Κρονίδης и Κρονίων Hom., Hes.; его эпитеты преимущ. у Hom.: ἄναξ βασιλεύς «владыка и повелитель», πατέρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε «отец богов и людей», μητιέτα, ὕπατος μήστωρ «высший промыслитель», μέγα, μέγιστος, κύδιστος, ὑπερμενής, ὑψίζυγος «величайший из богов», πανομφαῖος «податель всех знамений»: Ζ. αἰθέρι ναίων, νύκτες τε καὴ ἡμέραι ἐκ Διός εἰσιν, Ζ. ὕει, Ζ. νίφει; νεφεληγερέτα, κελαινεφής «тучегонитель», εὐρυόπα, τερπικέραυνος, ἀργικέραυνος, ἀστεροπητής, ὑψιβρεμέτης, ἐριβρεμέτης, ἐρίγδουπος, στεροπηγερέτα «громовержец», αἰγίοχος «эгидодержавный», ξείνιος «блюститель законов гостеприимства», ἱκετήσιος «покровитель просящих об убежище», μειλίχιος, σωτήρ «спаситель», ἐλευθέριος «освободитель от иноземного ига», ἀγώνιος «бог браней», ὃρκιος, πίστιος «страж и покровитель верности», μόριος «защитник священных масличных рощ Аттики», ἑρκεῖος, ὁμόγνιος «хранитель домашнего очага и семейных уз», он брат и супруг Геры - πόσις Ἥρης, бог племени древних пеласгов - Πελασγικός, почитаемый во всей Греции, но с главным культовым центром в Додоне - Δωδωναῖος; иногда он обособляется от сонма богов, напр. в обращении ὦ Ζεῦ καὴ θεοί Xen.; впоследствии отождествл. с римск. Juppiter)πρὸς (τοῦ) Διός! — клянусь Зевсом!;
μὰ (τὸν) Δία! — нет, клянусь Зевсом!;νέ (τὸν) Δία! — да, клянусь Зевсом!;τῷ Διῒ πλούτου πέρι ἐρίζειν погов. Her. — тягаться в богатстве с (самим) Зевсом;Διὸς ὅ ἀστήρ Arst. — планета Юпитер;Διὸς ἡμέρα поздн. — четверг (лат. Jovis dies);Ζ. (κατα-) χθόνιος Hom. (ср. Juppiter Stygius Verg.) — подземный Зевс = Ἅιδης
См. также в других словарях:
Μειλίχιος — gentle masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειλίχιος — gentle masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειλίχιος — Προσωνυμία του Δία στη Σικυώνα, στο Άργος, στον Πειραιά και κυρίως στην Αθήνα. Σύμφωνα με τον Παυσανία, υπήρχε ναός του Μειλιχίου Διός κοντά στον Κηφισό· εκεί, ο Θησέας υποβλήθηκε σε κάθαρση όταν επέστρεψε στην πόλη μετά τους φόνους των ληστών… … Dictionary of Greek
μειλίχιος — α, ο ήπιος, γλυκός, πράος, γαλήνιος: Με κοίταξε με μειλίχια έκφραση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μειλιχίων — μειλίχιος gentle fem gen pl μειλίχιος gentle masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μειλιχίως — Μειλίχιος gentle adverbial Μειλίχιος gentle masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειλιχίως — μειλίχιος gentle adverbial μειλίχιος gentle masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μειλίχιον — Μειλίχιος gentle masc/fem acc sg Μειλίχιος gentle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειλίχιον — μειλίχιος gentle masc acc sg μειλίχιος gentle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
МЕЙЛИХИЙ — • Μειλίχιος, миролюбивый, милостивый, 1. прозвание Зевса искупителя, родственного с подземным Зевсом (χθόνιος) или Гадесом. В Афинах приносили ему в жертву свиней, которых совсем сжигали, как это делалось и при служении… … Реальный словарь классических древностей
μειλιχίαις — μειλίχιος gentle fem dat pl μειλιχία gentleness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)