-
1 μεγαλειως
1) великолепно, превосходно(ὠφελεῖν τῇ πόλει, γαμεῖν Xen.)
2) сильно, мощноμεγαλειότερον ἂν τοῖς αὑτοῦ ἐβοήθησεν Plat. — (если бы Протагор был жив), он более внушительно защитил бы свои положения
См. также в других словарях:
μεγαλείως — (Α) επίρρ. βλ. μεγαλείος … Dictionary of Greek
μεγαλείως — μεγαλεί̱ως , μεγαλεῖος magnificent adverbial μεγαλεί̱ως , μεγαλεῖος magnificent masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλείος — α, ο (ΑM μεγαλείος, εία, ον) το ουδ. ως ουσ. το μεγαλείο(ν) α) μεγαλοπρέπεια, λαμπρότητα, αίγλη β) μεγαλοπρεπές έργο, λαμπρό επίτευγμα, μεγαλούργημα («οὐκ οἴδασιν... τὴν παιδείαν κυρίου τοῡ θεοῡ σου, καὶ τὰ μεγαλεῑα αὐτοῡ», ΠΔ) νεοελλ. το ουδ. ως … Dictionary of Greek