Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

μεγᾰλείως

См. также в других словарях:

  • μεγαλείως — (Α) επίρρ. βλ. μεγαλείος …   Dictionary of Greek

  • μεγαλείως — μεγαλεί̱ως , μεγαλεῖος magnificent adverbial μεγαλεί̱ως , μεγαλεῖος magnificent masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλείος — α, ο (ΑM μεγαλείος, εία, ον) το ουδ. ως ουσ. το μεγαλείο(ν) α) μεγαλοπρέπεια, λαμπρότητα, αίγλη β) μεγαλοπρεπές έργο, λαμπρό επίτευγμα, μεγαλούργημα («οὐκ οἴδασιν... τὴν παιδείαν κυρίου τοῡ θεοῡ σου, καὶ τὰ μεγαλεῑα αὐτοῡ», ΠΔ) νεοελλ. το ουδ. ως …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»