-
1 μεγαλειώδης
ης, ες величественный, грандиозный -
2 μεγαλειώδης
[мегалиодис] εκ. великолепныйΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μεγαλειώδης
-
3 μεγαλειώδης
[мегалиодис] επ великолепный. -
4 μεγαλειώδης
majesticΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μεγαλειώδης
-
5 haşmetli
μεγαλειώδης, μεγαλειότατος -
6 величественный
-
7 грандиозный
грандиозный γιγαντιαίος' μεγαλειώδης (величественный)* * *γιγαντιαίος; μεγαλειώδης ( величественный) -
8 монументальный
монументальный μνημειώδης' μεγαλειώδης, μεγαλοπρεπής (величественный}' \монументальный труд η μνημειώδης κατασκευή* * *μνημειώδης; μεγαλειώδης, μεγαλοπρεπής ( величественный)монумента́льный труд — η μνημειώδης κατασκευή
-
9 царственный
επ., βρ: -вен, -венна, -венно1. παλ. τσαρικός•царственный престол τσαρικός θρόνος•
-ая могила τσαρικός τάφος.
2. μτφ. μεγαλοπρεπής, μεγαλειώδης, βασιλικός•царственный вид μεγαλειώδης όψη.
-
10 величественный
вели́чественн||ыйприл μεγαλοπρεπής, μεγαλειώδης. -
11 грандиозный
грандиозныйприл μεγαλοπρεπής, ἐπιβλητικός, μεγαλειώδης. -
12 magnificent
[məɡ'nifisnt](great and splendid: a magnificent costume; a magnificent performance.) μεγαλειώδης, λαμπρός- magnificence -
13 грандиозный
[γκρανντιόζνυΐ] εκ. μεγαλειώδης -
14 грандиозный
[γκρανντιόζνυϊ] επ μεγαλειώδης -
15 благолепный
επ., βρ: -пен, -пна, -пноμεγαλειώδης, μεγαλοπρεπής, πανέμορφος. -
16 блистательный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноλαμπρός, εκθαμβωτικός κάτασπρος, αστραφτερός•блистательный зимний ковер το κάτασπρο χαλί του χειμώνα.
|| μτφ. μεγαλειώδης, περίλαμπρος•блистательный успех λαμπρή επιτυχία•
-ая карьера λαμπρή σταδιοδρομία.
-
17 величавый
επ., βρ: -чав, -а, -оμεγαλοπρεπής, μεγαλόπρεπος, μεγαλειώδης. -
18 величественный
επ., βρ: -вен, -венна, -венноμεγαλοπρεπής, μεγαλόπρεπος, μεγαλειώδης, -ωδικός•-ое зрелище μεγαλειώδες θέαμα.
-
19 грандиозный
επ.τεράστιος, παμμεγέθης, μεγαλοπρεπής, μεγαλειώδης, επιβλητικός. -
20 монументальный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. μεγαλοπρεπής, -άπρεπος., μεγαλειώδης, επιβλητικός.2. (για οικοδομή) μνημιώδης.3. μτφ. θεμελιακός, βασικός• βαθύς.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μεγαλειώδης — ες [μεγαλείο] γεμάτος μεγαλείο, μεγαλοπρεπής, λαμπρός («μεγαλειώδης υποδοχή»). επίρρ... μεγαλειωδώς με μεγαλοπρέπεια, με λαμπρότητα … Dictionary of Greek
μεγαλειώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, ο γεμάτος μεγαλοπρέπεια, λαμπρότητα: Ο δήμαρχος οργάνωσε μια μεγαλειώδη τελετή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού … Dictionary of Greek
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… … Dictionary of Greek
ηγεμονικός — ή, ό (AM ἡγεμονικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ηγεμόνα ή σε βασιλιά ή σε αυτοκράτορα («ηγεμονικοί τρόποι») 2. ο ικανός να ηγεμονεύει, να κυβερνά, να διοικεί («ἡγεμονικός τὴν φύσιν», Πλάτ.) 3. αυτός που έχει την κλίση ή την τάση… … Dictionary of Greek
ιπποκράτης — I (Κως 460; – Λάρισα 377 π.Χ.). Γιατρός. Θεωρείται ο επιφανέστερος γιατρός της αρχαιότητας, θεμελιωτής της επιστημονικής ιατρικής. Για τη ζωή του πολλά στοιχεία παραμένουν άγνωστα. Ήταν γιος γιατρού, ενώ γιατροί, επίσης φημισμένοι, ήταν οι δύο… … Dictionary of Greek
πάνσεμνος — ον, ΜΑ μεγαλειώδης, μεγαλοπρεπής («πάνσεμνα φῂς καὶ ὀνησιφόρα τὰ μαθήματα», Λουκιαν.) μσν. πάρα πολύ σεμνός, υπόδειγμα σεμνότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + σεμνός «σεβαστός, μεγαλοπρεπής»] … Dictionary of Greek