Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

μαϑήματος

См. также в других словарях:

  • μαθήματος — μάθημα that which is learnt neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεξετάζω — 1. εξετάζω πάλι, εξετάζω δεύτερη φορά 2. (ρηματ. επίθ.) ανεξεταστέος ο μαθητής που υποχρεώνεται να εξεταστεί πάλι στην ύλη του ίδιου μαθήματος …   Dictionary of Greek

  • απόλυση — Η νομότυπη απομάκρυνση του εργαζομένου από την εργασία του. Στον ιδιωτικό τομέα, συνίσταται στη μονομερή καταγγελία της σύμβασης εργασίας μεταξύ της επιχείρησης και του μισθωτού, πάντοτε μέσα στα πλαίσια και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται… …   Dictionary of Greek

  • αστοιχείωτος — η, ο (Α ἀστοιχείωτος, ον) όποιος δεν κατέχει ούτε τις απλούστατες αρχές κάποιας γνώσης ή κάποιας επιστήμης αρχ. αυτός που δεν έχει ακόμη δαμαστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + στοιχειώ «διδάσκω τα στοιχεία, τις θεμελιώδεις αρχές κάποιου μαθήματος»] …   Dictionary of Greek

  • εζάμινα — η 1. εξέταση (μαθήματος) 2. ανάκριση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. esamina] …   Dictionary of Greek

  • εμπέδωση — η (Α ἐμπέδωσις) 1. σταθεροποίηση, παγίωση («εμπέδωση τού μαθήματος», «εμπέδωση τής καταστάσεως») 2. (στη μαιευτική) το πέρασμα τού κεφαλιού τού κυήματος από το ανώτερο στόμιο τής πυέλου αρχ. διατήρηση, φύλαξη …   Dictionary of Greek

  • ηθικοδιδάσκαλος — ο αυτός που διδάσκει την ηθική, ο διδάσκαλος τού μαθήματος τής ηθικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθικός + διδάσκαλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο περιοδικό Εστία] …   Dictionary of Greek

  • θέαμα — το (AM θέαμα, Α ιων. τ. θέημα [θεώμαι] καθετί που βλέπει ή που παρατηρεί κανείς με προσοχή 2. συνεκδ. η εντύπωση που δημιουργείται από την παρατήρηση τού θεάματος (α. «θλιβερό θέαμα» β. «δέρκου θέαμα», Αισχύλ.) νεοελλ. 1. παράσταση σε θέατρο ή σε …   Dictionary of Greek

  • ιστορικός — ή, ό (ΑΜ ἱστορικός, ή, όν) [ιστορία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιστορία 2. το αρσ. ως ουσ. ο ιστορικός μελετητής τής ιστορίας και συγγραφέας σχετικού έργου νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει στην ιστορική πραγματικότητα, ο πραγματικός, ο… …   Dictionary of Greek

  • μέση — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 504 κάτ.) του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται Α της Βέροιας, σε απόσταση 64 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βέροιας. 2. Μικρός ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 26 κάτ.) στην… …   Dictionary of Greek

  • μουσική — Αρχαιότατες είναι οι μαρτυρίες για τη μουσική εμπειρία. Οι πιο μακρινές ανάγονται στον αιγυπτιακό πολιτισμό, που ήδη τον 4o αι. π.Χ. παρουσίαζε αφθονία πνευστών οργάνων (αυλοί και σάλπιγγες) και έγχορδων (άρπες). Στα αρχαία ινδικά κείμενα (Βέδες) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»