-
1 μαστος
μαστός, μασθόςэп.-ион. μαζός, дор. μασδός ὅσὺ δέ μ΄ ἔτρεφες τῷ σῷ ἐπὴ μαζῷ Hom. — ты вскормила меня своей грудью;
βαλέειν στῆθος παρὰ μαζόν Hom. — поразить в грудь около соска2) сосец, вымя Eur. etc.3) круглый холм, бугор Xen., Polyb.4) узелок ( на конце шнура звероловной сети) Xen. -
2 μαστός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μαστός
-
3 μαστός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μαστός
-
4 μαστός
-
5 μαστός
мн.ч. грудь, сосцы.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μαστός
-
6 μαστός
[мастос] ουσ ο грудь, вымя. -
7 μαζος
-
8 μασθος
-
9 αμολγαιος
-
10 απροτιμαστος
-
11 βουμαστος
-
12 ειαρομαστος
-
13 επιμαστος
-
14 θρεπτηριος
21) питающий, кормящий(μαστός Aesch.)
2) служащий наградой за воспитание(πλόκαμος Ἰνάχῳ θ. Aesch.)
-
15 μασθος...
μασθός...μαστός, μασθόςэп.-ион. μαζός, дор. μασδός ὅσὺ δέ μ΄ ἔτρεφες τῷ σῷ ἐπὴ μαζῷ Hom. — ты вскормила меня своей грудью;
βαλέειν στῆθος παρὰ μαζόν Hom. — поразить в грудь около соска2) сосец, вымя Eur. etc.3) круглый холм, бугор Xen., Polyb.4) узелок ( на конце шнура звероловной сети) Xen. -
16 ουθατιος
-
17 φιλομαστος
-
18 μαζός
ο уст. см. μαστός -
19 3149
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3149
См. также в других словарях:
μαστός — b masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστός — Αδενικό όργανο, το οποίο στον άντρα είναι υπολειμματικό και μη λειτουργικό, στη γυναίκα όμως αναπτύσσεται πλήρως και αποτελεί το όργανο του θηλασμού. Οι μ. υπάγονται στα όργανα της αναπαραγωγής· το αδενικό τους στοιχείο είναι ορμονοεξαρτώμενο και … Dictionary of Greek
μαστός — ο οι ειδικοί αδένες της γυναίκας και των άλλων θηλαστικών ζώων που εκκρίνουν το γάλα, το βυζί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θα(υ)μαστός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που προκαλεί θαυμασμό, ο άξιος θαυμασμού: Θαυμαστά τα έργα του Κυρίου. – Θαυμαστή ικανότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαζοῖν — μαστός b masc gen/dat dual (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαζοῖο — μαστός b masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαζοῖς — μαστός b masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαζοῖσι — μαστός b masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαζοῖσιν — μαστός b masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαζοί — μαστός b masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαζοῦ — μαστός b masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)