Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μαντικός

См. также в других словарях:

  • μαντικός — prophetic masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαντικός — ή, ό (AM μαντικός, ή, όν) [μάντης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μάντη ή στη μαντεία, προφητικός (α. «μαντικὸν γένος» οι μάντεις, Σοφ. β. «φῆμαι μαντικαί» προφητικοί λόγοι, Σοφ. γ. «μαντικὴ ἐπίπνοια» προφητική έμπνευση, Πλάτ.) 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • μαντικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη μαντεία, ο μαντευτικός, ο προφητικός: Είχε μαντικές δυνάμεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαντικά — μαντικός prophetic neut nom/voc/acc pl μαντικά̱ , μαντικός prophetic fem nom/voc/acc dual μαντικά̱ , μαντικός prophetic fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαντικώτερον — μαντικός prophetic adverbial comp μαντικός prophetic masc acc comp sg μαντικός prophetic neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαντικῶν — μαντικός prophetic fem gen pl μαντικός prophetic masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαντικόν — μαντικός prophetic masc acc sg μαντικός prophetic neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαντικώτατον — μαντικός prophetic masc acc superl sg μαντικός prophetic neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαντικαῖς — μαντικός prophetic fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαντικαί — μαντικός prophetic fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαντικοῖς — μαντικός prophetic masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»