Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μακρο-χρόνιος

См. также в других словарях:

  • μεσοχρόνιος — μεσοχρόνιος, ον (Α) αυτός που έχει μέσο όρο διάρκειας τής ζωής, αυτός που είναι 40 ώς 50 ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + χρόνιος (< χρόνος), πρβλ. μακρο χρόνιος, ολιγο χρόνιος] …   Dictionary of Greek

  • ημιχρόνιο — το (γυμναστ.) διάλειμμα λίγων λεπτών (για ανάπαυση) στο μέσο περίπου τού διαστήματος κατά το οποίο γίνονται οι γυμναστικές ασκήσεις, αλλ. μεσόχρονο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημιχρόνιο (ενν. διάστημα) ουσιαστικοποιημένο επίθ. σχηματισμένο κατά το βραχυ… …   Dictionary of Greek

  • ολοχρόνιος — α, ο (Α ὁλοχρόνιος, ία, ον) αυτός που διαρκεί όλο τον χρόνο, διαρκής, συνεχής. επίρρ... ὁλοχρονίως (Μ) διαρκώς, συνεχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + χρόνιος (< χρόνος), πρβλ. μακρο χρόνιος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»