-
1 μακάρι
επίρρ.1) как было бы хорошо, если бы; если бы..., пусть бы...;μακάρι να είχα κι' εγώ παιδιά! — если бы у меня были дети!;
μακάρι να ήταν έτσι! — если бы было так!;
2) даже;δεν 'θέλω να τον βλέπω μακάρι και γιά μιά στιγμή — я не хочу его видеть даже на минутку
-
2 μακάρι
[макари] επίρ если бы, пусть. -
3 μαγάρι
см. μακάρι -
4 Αύγουστος
– Αύγουστε καλέ μου μήνα, να 'σουν δυο φορές το χρόνο– Αύγουστος άβροχος, μούτσος αμέτρητος– Κάθε πράγμα στον καιρό του, κι ο κολιός τον Αύγουστο– Μακάρι σαν τον Αύγουστο να 'ταν οι μήνες όλοι– Ο Αύγουστος επάτησε, η άκρα του χειμώνα– Τον Αύγουστο τον χαίρονται οπ' έχουν να τρυγήσουνΕλληνικές παροιμίες - οιωνοί – Греческие пословицы - приметыИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Αύγουστος
См. также в других словарях:
μακάρι — και μαγάρι (AM μακάρι) είθε νεοελλ. μσν. έστω και, ακόμη και αν («δεν θέλω να τόν δω μακάρι και ζωγραφιστό»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μακάριον, ουδ. τού επιθ. μακάριος (πρβλ. μαζίον > μαζί) ή από τον πληθ. μακάριοι. Κατ άλλους, < περσοτουρκ. meğer] … Dictionary of Greek
μακάρι — 1. είθε: Μακάρι να έρθεις. 2. έστω και, ούτε και: Δε θα τον συγχωρέσω, μακάρι και να πέσει στα πόδια μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μακάρι' — Μακάριε , Μακάριος blessed masc voc sg Μακάριαι , Μακαρίη fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακάρι' — μακάρια , μακάριος blessed neut nom/voc/acc pl μακάρια , μακάριος blessed neut nom/voc/acc pl μακάριε , μακάριος blessed masc voc sg μακάριε , μακάριος blessed masc/fem voc sg μακάριαι , μακάριος blessed fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μάκαρι — Μάκαρ blessed masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάκαρι — μάκαρ blessed masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαρίτας — μακαρί̱τᾱς , μακαρίτης one blessed masc acc pl μακαρί̱τᾱς , μακαρίτης one blessed masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαρίται — μακαρί̱τᾱͅ , μακαρίτης one blessed masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαρίτηι — μακαρί̱τῃ , μακαρίτης one blessed masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαρίτην — μακαρί̱την , μακαρίτης one blessed masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαρίτης — μακαρί̱της , μακαρίτης one blessed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)