-
1 μαγνήτης
[магнитис] ουσ. а. магнит.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μαγνήτης
-
2 магнит
-
3 магнит
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > магнит
-
4 магнит-уничтожитель
(нвг.) о μαγνήτης αντιστάθμισης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > магнит-уничтожитель
-
5 силовой
1. (вырабатывающий, передающий или преобразующий энергию для производства каких-л. работ) μεγάλης ισχύος 2. (используемый для получения энергии или производства какой-л. работы) υψηλής έντασης 3. (осуществляемый при увеличенной скорости подачи режущего инструмента) δυναμικός 4. физ. δυναμικ/ός- ό πεδίοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > силовой
-
6 железняк
железнякм мин.:магнитный \железняк ὁ φυσικός μαγνήτης· кра́сный \железняк ὁ αἰματίτης. -
7 магнит
магнитм ὁ μαγνήτης. -
8 магнитный
магнитныйприл μαγνητικός:\магнитныйное поле τό μαγνητικό πεδίο· \магнитныйный железняк мин. ὁ μαγνήτης, ὁ μαγνησίτης, ὁ φυσικός. -
9 железняк
[ζυλιενγιάκ] ουσ. α. φυσικός μαγνήτης -
10 магнит
[μαγκνή] ουσ. α μαγνήτης -
11 железняк
[ζυλιενγιάκ] ουσ α φυσικός μαγνήτης -
12 магнит
[μαγκνή] ουσ α μαγνήτης -
13 влечь
влечь 1влягу, вляжешь, влягут, παρλθ. χρ. влег, влегла, -ло, ρ.σ.ξαπλώνω ανάμεσα, εισχωρώ, μπαίνω μέσα.влечь 2влеку, влечешь, влекут, παρλθ. χρ. влек, влекла, -ло, παθ. μτχ. ενεστ. влекомый, βρ: -ом, -а, -о, ρ.δ.μ.1. τραβώ, έλκω, ελκύω, σέρνω, σύρω•усталая лошадь еле влекла повозку το κουρασμένο άλογο μόλις μπορούσε και τραβούσε το κάρο.
2. μτφ. θέλγω•она влекла его к себе, как магнит αυτή τον τραβούσε σα μαγνήτης.
влечь за собой συνεπάγομαι, έχω σα συνέπεια, συνεπιφέρω, φέρω•
преступление -чет за собой наказание το έγκλημα συνεπάγεται τιμωρία•
одно несчастье -чет за собой другое το ένα κακό φέρνει το άλλο.
1. τραβιέμαι, έλκομαι, ελκύομαι, σύρομαι•телега -чется волами το κάρο το τραβούν τα βόδια.
|| αργοβαδίζω, σέρνομαι. || (γιαχρόνο) παρέρχομαι, περνώ αργά, αργοδιαβαίνω.2. μτφ. θέλγομαι, προσελκύομαι•ее сердце -клось к нему η καρδιά της αιχμαλωτίστηκε απ’ αυτόν.
-
14 магнит
-а α.μαγνήτης. -
15 подковообразный
επ.πεταλοειδής•подковообразный магнит πεταλοειδής μαγνήτης.
См. также в других словарях:
μαγνήτης — Έτσι ορίζεται οποιοδήποτε σώμα ικανό να έλκει σιδηρομαγνητικά υλικά. Η ιδιαίτερη συμπεριφορά των φυσικών μαγνητικών υλικών (Fe3O4) ήταν γνωστή από τα αρχαιότατα χρόνια και οι Κινέζοι χρησιμοποιούσαν ήδη από τα προχριστιανικά χρόνια την ιδιότητα… … Dictionary of Greek
μαγνήτης — ο 1. είδος ορυκτού σίδερου που έχει την ιδιότητα να έλκει ορισμένα μέταλλα. 2. μτφ., καθετί που γοητεύει, ελκυστικό, θελκτικό: Τα λόγια του ήταν μαγνήτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… … Dictionary of Greek
ηλεκτρομαγνήτης — Τεμάχια σιδήρου που γίνεται μαγνήτης στο εσωτερικό ενός πηνίου, όταν αυτό διαρρέεται από ρεύμα. Βλ. λ. δυναμοηλεκτρική μηχανή· εγγραφής συσκευές· ήχου εγγραφή· ηλεκτρισμός (ηλεκτρομαγνητισμός)· κινητήρας (ηλεκτρικοί κινητήρες)· μαγνήτης· φυσική.… … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… … Dictionary of Greek
ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία — Γενικός όρος, με τον οποίο υποδηλώνονται όλες οι ακτινοβολίες που, διαδιδόμενες στον χώρο, μεταφέρουν ενέργεια με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικών διαταράξεων του πεδίου. Τα διάφορα είδη ακτινοβολίας χαρακτηρίζονται με βάση τις συχνότητές τους… … Dictionary of Greek
τριφασικό ρεύμα — Το ρεύμα που παράγεται από τριφασική τάση. Για να κατανοήσουμε την παραγωγή τριφασικής τάσης χρησιμοποιούμε την εξής διάταξη: Παίρνουμε 3 πηνία και τα τοποθετούμε έτσι ώστε οι 3 άξονές τους να σχηματίζουν ανά 2 (γειτονικοί) γωνία 120°. Αν στον… … Dictionary of Greek
Prefectura de Magnesia — En este artículo sobre geografía se detectaron los siguientes problemas: Necesita ser wikificado conforme a las convenciones de estilo de Wikipedia. Carece de fuentes o referencias que aparezcan en una fuente acreditada. Parece ser una traducción … Wikipedia Español
Маниса — У этого термина существуют и другие значения, см. Маниса (значения). Город Маниса тур. Manisa Страна … Википедия
Магнесия-на-Меандре — Не следует путать с «Магнесией у Сипила» и Магнесией в Фессалии. Древний город Магнесия на Меандре др. греч. Μαγνησία ἐπὶ Μαιάνδρῳ лат. Magnesia ad Maeandrum … Википедия