-
1 μήτρα
μήτρᾱ, μήτραwomb: fem nom /voc /acc dualμήτρᾱ, μήτραwomb: fem nom /voc sg (attic doric ionic aeolic)——————μήτρᾱͅ, μήτραwomb: fem dat sg (attic doric ionic aeolic) -
2 μήτρα
μήτρα, ἡ, die Gebärmutter; ὁ σκύμνος ἐν τῇ μήτρῃ ἐών, Her. 3, 108; τὸ δὲ τέκνον ἐν τῇσι μήτρῃσι πλάσσεται, ibd.; vgl. Plat. Tim. 91 b; Sp., περὶ τῆς ἐν τῇ μήτρᾳ τῶν ἐμβρύων πλαστικῆς, Luc. Vit. auct. 26. – Als Speise, s. Ath. III c. 51. – Bei Arist. H. A. 9, 41 eine Art Wespen. – Bei Theophr. Kern oder Mark der Bäume.
-
3 μητρα
ион. μήτρη ἥ1) материнская утроба, чрево, полость матки(ἐν τῇ μήτρῃ εἶναι Her.; τὸ κύημα ἐν τῇ μήτρᾳ Arst.)
2) шейка матки(καλεῖται μ. ὅ καυλὸς καὴ τὸ στόμα τῆς ὑστέρας Arst.)
4) сердцевина(ἐν τοῖς δένδροις Arst.)
5) (у пчел, ос и шмелей) матка, царица Arst.6) перен. недра, источник Diog.L. -
4 μήτρα
A womb, Hp.Prorrh.2.24, Hdt.3.108 (dub.l.), Pl.Ti. 91d, etc.: also in pl., Hp.Loc.Hom.47, Vict.1.30, Hdt. l.c.: the cervix including the orifice of the womb, Arist.HA 510b14.2 a swine's matrix, reckoned a great dainty,μήτρας τόμοις Telecl.1.14
;μήτραν.. πωλοῦσιν, ἥδιστον κρέας Antiph.220
;ὑπὲρ μήτρας.. ἀποθανεῖν Alex.193
, cf. Plu.2.733e, Ath.3.96f.3 metaph., source, origin, D.L.7.46;μῆτραι τῆς ψυχῆς Ph.1.441
.II core, heart-wood of trees, Thphr.HP1.6.1.------------------------------------μήτρα (B), ἡ, in pl.,A register of house-property, at Tarsus and Soli, Arist. in POxy.1802.58; sg., = κλῆρος, at Tarsus and Soli, Clitarch. ap.Hsch. (Cf. Skt. mātrā 'measure' and ἐρεσιμήτρη.) -
5 μητρά
-
6 μητρᾶ
-
7 μήτρα
μήτρα, ἡ, die Gebärmutter. Als Speise; eine Art Wespen; Kern oder Mark der Bäume -
8 μήτρα 1
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μήτρα 1
-
9 μήτρα 2
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μήτρα 2
-
10 μήτρα
μήτρα, ας, ἡ (μήτηρ; Hdt., Pla. et al.; pap [BGU 1026, 22, 20; APF 5, 1913, 393 no. 312, 10ff]; LXX; TestAbr A 8 p. 85, 18 [Stone p. 18]; Apc4Esdr Fgm. a; Philo; SibOr, Fgm. 3, 2; Just.; Mel., P. 66, 468; Ath. 22, 4; loanw. in rabb.) womb ἡ νέκρωσις τῆς μ. Σάρρας the barrenness of Sarah’s womb Ro 4:19; GJs 2:4 v.l.; τὴν μ. σου 2:3; ποία … μ. 3:1. Of firstborn πᾶν ἄρσεν διανοῖγον μήτραν every male that opens the womb Lk 2:23 (s. διανοίγω 1a).—DELG s.v. μήτηρ C. M-M. -
11 μήτρᾳ
Βλ. λ. μήτρα -
12 μήτρα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μήτρα
-
13 μήτρα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μήτρα
-
14 μήτρα
η1) анат. матка; утроба; 2) тех матрица, форма -
15 μήτρα
чрево, материнская утроба; LXX: (רֶחֶם).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μήτρα
-
16 μήτρα
[митра] ουσ. θ. (ανατ.) матка.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μήτρα
-
17 μήτρα
-ας + ἡ N 1 15-3-7-3-5=33 Gn 20,18; 29,31; 30,22; 49,25; Ex 13,2womb Gn 49,25ἤνοιξεν τὴν μήτραν αὐτῆς he opened her womb, he made her fruitful Gn 29,31; πᾶν διανοῖγον μήτρανevery firstborn Ex 13,12*Jdt 9,2 οἳ ἔλυσαν μήτραν παρθένου who loosened, opened up the womb of a virgin (euph. sexual intercourse) corr.? οἳ ἔλυσαν μίτραν παρθένου who loosened the girdle of a virgin, they violated a virginCf. MOORE 1985 191(Jdt 9,2); MORENZ 1964, 256 -
18 μήτρα
[митра] ουσ θ (ανατ) матка. -
19 μήτρα
utérus -
20 μήτρα
1) łono (n) rzecz.2) macica (f) rzecz.
См. также в других словарях:
μήτρα — μήτρᾱ , μήτρα womb fem nom/voc/acc dual μήτρᾱ , μήτρα womb fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήτρᾳ — μήτρᾱͅ , μήτρα womb fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήτρα — I (Ανατ.). Το κοίλο πλατυσμένο μυώδες αναπαραγωγικό όργανο της γυναίκας που όταν δεν κυοφορεί αποβάλλει το ενδοθήλιό του (ενδομήτριο) κάθε μήνα στη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως και στο οποίο εμφυτεύεται το γονιμοποιημένο ωάριο και αναπτύσσεται το… … Dictionary of Greek
μήτρα — η 1. εσωτερικό όργανο των θηλυκών οργανισμών μέσα στο οποίο αναπτύσσεται το έμβρυο. 2. καλούπι, φόρμα, εκμαγείο: Έχυσε το λιωμένο μέταλλο στη μήτρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μητρᾶ — μητράζω take after one s mother fut ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μήστρα ή Μήτρα — Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του Θεσσαλού Ερυσίχθονα. Επειδή ο πατέρας της έδειξε ασέβεια στη Δήμητρα, η θεά τον τιμώρησε με αδηφαγία. Αφού αναγκάστηκε να πουλήσει όλα τα υπάρχοντά του χωρίς να κατορθώσει να λιγοστέψει την πείνα του, έφτασε στο… … Dictionary of Greek
μήτρας — μήτρᾱς , μήτρα womb fem acc pl μήτρᾱς , μήτρα womb fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήτραι — μήτρᾱͅ , μήτρα womb fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήτραν — μήτρᾱν , μήτρα womb fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητρᾶν — μήτρα womb fem gen pl (doric ionic aeolic) μητράζω take after one s mother fut part act masc voc sg (doric aeolic) μητράζω take after one s mother fut part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) μητράζω take after one s mother fut part act masc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητρᾶς — μητρᾶ̱ς , μητράζω take after one s mother fut ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)