-
1 μήπως
[мипос] επίρ. может быть, разве.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μήπως
-
2 разве
разве μήπως· τάχα· \разве он приехал? μήπως αυτός ήρθε;* * *ра́зве он прие́хал? — μήπως αυτός ήρθε
-
3 забыть
забыть ξεχνώ, λησμονώ вы ничего не \забытьли? μήπως ξεχάσατε τίποτα;* * *ξεχνώ, λησμονώвы ничего́ не забы́ли? — μήπως ξεχάσατε τίποτα
-
4 неужели
неужели είναι δυνατό; μήπως; \неужели это правда? μα είναι αλήθεια; σοβαρά το λέτε;* * *είναι δυνατό; μήπωςнеуже́ли э́то пра́вда? — μα είναι αλήθεια; σοβαρά το λέτε
-
5 стеснить
-
6 ведь
ведь1. частица у сил. (большей частью не переводится) μά, πραγματικά/ μήπως (в вопр. предложениях):\ведь это всем известно (μά) αὐτό εἶναι γνωστό σέ ὀλους· \ведь это правда? ἐτσι δέν εἶναι; (μήπως) δέν εἶναι ἀλήθεια;· \ведь я не спорю! μά δέν διαφωνώ!· \ведь вы это сделаете? (λοιπόν) θά τό κάνετε αὐτό;·2. союз ἐπειδή, ἀφοῦ, γιατί:он сегодня не мог прийти, \ведь он болен δέν μπόρεσε σήμερα νά ἐρθει, ἐπειδή εἶναι ἀρρωστος. -
7 разве
разве1. нареч (при вопросе) τάχα, μήπως, μά, μπας:разве? ἀλήθεια;· \разве он приехал? μά ήρθε τάχα;· \разве можно? εἶναι ποτέ δυνατόν;· \разве я ошибся? μήπως ἔκανα λάθος;· \разве можно так кричать? μά ἐπιτρέπεται νά φωνάζετε ἔτσι;·2. нареч (в знач. «не следует ли», «может быть») разг ἄραγε:\разве съездить завтра? νά πάω ἄραγε αὐριο;· \разве пойти́ спать? νά πάω νά κοιμηθώ;·3. союз (в знач. «если нет») разг ἐκτός ἄν:я непременно приду́, \разве что заболею θά ἔρθω ὁπωσδήποτε ἐκτος ἄν ἀρρωστήσω. -
8 случайно
случайно1. нареч τυχαία, τυχαίως, κατά τύχην:встретить \случайно συναντώ τυχαία, συναντώ κατά τύχην2. вводн. сл. μήπως τυχόν, μπας καί, κατά σύμπτωση:вы, \случайно, не домой идете? μήπως τυχόν (или μπας καί) πηγαίνετε σπίτι;· ◊ не \случайно δέν εἶναι τυχαίο. -
9 авось
(μόριο)•ίσως, μπορεί, μήπως (και), авось отыграюсь ίσως κερδίσω τα χαμένα•надеяться на авось ελπίζω στο μήπως (στην τύχη).
-
10 или
σύνδ. διαζευκτικός1. ή, είτε•или... или... ή... ή..., είτε... είτε...
2. μήπως, άραγε•или вы это не знаете? μήπως αυτό δεν το ξέρετε;
3. εν εναντία περιπτώσει, άλλως, διαφορετικά•уходи или хуже будет φεύγα, διαφορετικά θάναι χειρότερα.
|| επεξηγηματικός• δηλαδή•земноводные или амфибии (συνώνυμα)•
Константинополь или Царьград Κωνσταντινούπολη, δηλαδή Βασιλούπολη.
-
11 случайно
επίρ. τυχαία, κατά τύχη, κατά σύμπτωση, συμπτωματικά•случайно встретиться с кем н. τυχαία συναντιέμαι με κάποιον.
|| (παρνθ. λ.) μη τυχόν, μήπως κατά τύχη•у вас случайно нет ли папиросов? μήπως τυχόν σας βρίσκονται τσιγάρα;
-
12 чтоб
κ. чтобы1. σύνδ. τελικός• γιανα,να•я сделаю всё чтоб успокоит вас θα κάνω το παν, για να σας καθησυχάζω•
тороплюсь чтоб успеть на поезд βιάζομαι, για να προκάνω το τρένο•
он любит чтоб ему льстили αυτός αγαπά να τον κολακεύουν.
2. σύνδ. ειδικός•ότι, πως•сомневаюсь чтоб это удастся αμφιβάλλω πως θα πετύχει αυτό•
чтоб не μήπως, για να μη•
боюсь чтоб он не простудился φοβούμαι μήπως αυτός κρυολογήσει ή φοβούμαι να μην κρυολογήσει.
|| (για χρόνο) που, οπότε•3. μόριο• α) με σημ. διαταγής ή διαγωγής•чтоб этого больше не было! για να μην ξαναγίνει (επαναληφθεί) αυτό!•
чтоб тебя больше не видел! να μη σε ξαναδώ πια! β) είθε, μακάρι, άμποτε•
чтоб он лопнул! μακάρι να έσκαζε!
-
13 авось
авосьчастица разг ἵσως, μπας καί, μήπως:\авось он придет μπας καί ἔρθει; ◊ на \авось στά κουτουροῦ. -
14 бояться
боятьсянесов φοβούμαι, φοβάμαι:он ничего́ не боится δέν φοβάται τίποτε; боюсь, что не... φοβούμαι ὀτι δέν...; боюсь опоздать φοβάμαι μήπως ἀργήσω; \бояться темноты φοβάμαι τό σκοτάδι1 \бояться за кого-л. ἀνησυχῶ γιά κάποιον эти цветы боятся сырости τά λουλούδια αὐτά τά πειράζει ἡ ὑγρασία1 не бойтесь μή φοβάστε, μήν ἀνησυχείτε. -
15 или
илисоюз ή, είτε / ἡ μήπως (при вопросе):или... и́ли είτε... είτε. -
16 как
как1. нареч вопр. πῶς, τίνι τρόπω:\как вы поживаете? πῶς είσθε; τί κάνετε; \как ἐτο случилось? πως συνέβη αὐτό;· \как э́то сделать? πῶς νά τό κάνω αὐτό;· \как вам кажется? πως σᾶς φαίνεται;· \как мне быть? τί νά κάνω· \как так? πως ἐτσι;·2. нареч воскл. πῶς, τί:\как он изменился! πῶς ἄλλαξε!·3. нареч относ. ὅπως, ὠς:я действовал, \как вы мне сказали ἐνήργησα ὀπως μοῦ είπατε·4. союз сравнит. ὀπως, σάν, καθώς, ὡσάν:белый \как снег ἄσπρος σάν τό χιόνι· такой же, \как прежде ὁ ίδιος, ὅπως καί πρίν советую вам э́то \как друг σᾶς τό συμβουλεύω σάν φίλος· \как..., так и... τόσο..., ὀσο...·5. союз временной μόλις, ὀταν, πού, εὐθύς ὡς (как только)! ἀπό τότε πού, ἀφ· ὀτου (с тех пор как):всякий раз \как κἀθε φορά πού· прошло два года, \как мы с yим познакомились πέρασαν δύο χρόνια ἀπό τότε πού γνωριστήκαμε· между те́м \как, тогда \как ἐνῶ, τήν ὠρα πού·6. союз (выражает внезапность действия) разг ξαφνικά, ξάφνου, Εξαφνα:она (вдруг) \как закричит ξαφνικά ἀρχισε νά φωνάζει· дождь \как польет ἀρχισε ξάφνου μιά βροχή· ◊ \как когда разг ἐξαρτάται ἀπό τίς περιστάσεις· \как будто, \как бы σάμπως, φαίνεται σάν, σάν νἀ· задача !§та \как будто простая τό πρόβλημα αὐτό φαίνεται εὔκολο· \как раз ἀκριβῶς, ίσια ίσια· \как бы то ий было ὅπως καί νάχει τό ζήτημα, ὅτι καί νά συμβή· \как бы ни ὅσο καί νά· \как бы он ни старался... ὅσο καί νά προσπαθήσει...· \как бы не... μήπως καί..., μπας καί...· \как же! ἀσφαλώς!, βεβαίως!· \как же так? разг ἀπό ποῦ κι· ὡς ποῦ:· \как бы не так! καλέ τί μας λές!· \как знать? разг ποιος ξέρει;· \как попало ὅπως τύχει· делать что́-л. \как попало κάνω κάτι ὀπως τύχει· \как например ὅπως λόγου χάριν смотря \как... ἐξαρτᾶται πως...· \как известно ὅπως εἶναι γνωστό. -
17 ли
ли1. частица вопр. перев. вопр. оборотом ἄραγε, μήπως:придешь ли ты? θά ἔρθεις ἄραγε;· возможно ли это? εἶναι (άραγε) δυνατό ποτέ;·2. частица косвенно-вопр.:не знаю, смогу ли я δέν ξέρω ἄν θά μπορέσω· сомневаюсь, правда ли это ἀμφιβάλλω ἄν αὐτό εἶναι ἀλήθεια·3. союз разд.:ли... ли... ἰσως... ἰσως..., είτε... είτε...:рано ли, поздно ли, ио приду́ ἰσως νωρίς ἰσως ἀργά, πάντως θά ἐρθω. -
18 не
не Iчастица отриц. ὄχι / δέν, μή[ν] (с глаголом):я не хочу δέν θέλω· не знаю, что делать δέν ξέρω τί νά κάνω· там не было места ἐκεῖ δέν ὑπήρχε θέση· не говори́ ничего́ μήν πεϊς τίποτα· это совсем не τό αὐτό εἶναι ἐντελῶς διαφορετικό· разве вы не читали статью в газете? μά δέν διαβάσατε τό ἀρθρο στήν ἐφημερίδα;· он не очень хороший человек δέν εἶναι καλός ἄνθρωπος' ее не узнать Εγινε ἀγνώριστη· им не уйти́ от ответа θά δώσουν λογο· не могу не согласиться δέν μπορώ νά μή συμφωνήσω· не хотите ли пойти́ в театр? θά θέλατε μήπως νά πᾶτε στό θέατρο;· кто не знает... ποιος δέν ξέρει...· как не помочь... πως νά μή βοηθήσει κανείς·2. в составе сложных союзов:не то разг εἰδεμή,. ἐν ἐναντία περιπτώσει· уходи́, не то плохо будет φύγε, είδεμή θά βρεις τό μπελά σου· не то... не то... ή... ή...· не то ехать не то нет νά πάω νά μήν πάω, δέν ξέρω νά φύγω ἡ νά μή φύγω· не кто нно́й как... αὐτός ὁ ἰδιος· не только, но и... ὄχι μόνον, ἀλλά καί...· ◊ ему не до развлечений δέν εἶναι γιά διασκεδάσεις· ему не до меня δέν ἔχει καιρό ν' ἀσχοληθεί μαζί μου· чуть не... παρά λίγο· едва не... σχεδόν не за что (в ответ на благодарность) παρακαλώ, τίποτε· не раз πολλές φορές, πολλάκις· ему́ было не по себе αἰσθανότανε τόν ἐαυτό του ἀσχημα· тем не менее κι ὀμως, πλήν ὀμως, παρ· ὀλα αὐτά.не II(отделяемая часть местоимений некого, нечего) δέν:не у кого спросить δέν ὑπάρχει κανένας νά ρωτήσουμε· не с кем поговорить δέν ὑπάρχει ἀνθρωπος νά μιλήσουμε μαζύ του· не к кому обратиться δέν ἔχω σέ ποιόν νά ἀποταν-θῶ· не о чем говорить δέν ἐχουμε τί νά ποῦμε· не на что жить δέν ἐχει τά προς τό ζήν. -
19 ненароком
ненарокомнареч разг ἀθελα, τυχαία, κατά τύχη:зайти куда-л, \ненароком πηγαίνω κάπου τυχαία· боюсь, \ненароком его обидеть φο-βοῦμαι μήπως ἀθελα μου τόν προσβάλλω. -
20 опасение
опас||ениес ὁ φόβος:иметь \опасениеення φοβούμαι μήπως· смотреть с \опасениеением βλέπω κάτι μέ φόβο· вызывать \опасениеения προξενώ ἀνησυχία.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μήπως — lest in any way indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήπως — (ΑΜ μήπως, Α και μή πως) επίρρ. 1. (ιδίως μετά από ρήματα που φανερώνουν φόβο για να δηλώσει ενδοιασμό, απορία ή για να δηλωθεί κάτι το ενδεχόμενο, επιδιωκόμενο ή επιθυμητό) μη τυχόν, μπας και... (α. «φοβάμαι μήπως τού έτυχε κανένα κακό» β.… … Dictionary of Greek
μήπως — σύνδ. διστ., μην τυχόν, μπας και, άραγε: Μήπως είσαι άρρωστος; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μήγαρις — μήπως τάχα, σάμπως, μπας και: Μήγαρις, ξέρω τι θέλει; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
δείδω — (Α) Ι. 1. φοβάμαι 2. ανησυχώ για κάποιον ή για κάτι («δέδια ἀμφὶ σαῑς τύχαις») 3. φοβάμαι μήπως συμβεί (ή μήπως έχει ήδη συμβεί) κάτι κακό (α. «δέδιμεν μὴ οὐ βέβαιοι ἦτε» φοβόμαστε μήπως δεν είσαστε σταθεροί θ. «δέδοιχ ὅπως μὴ... ἀναρρήξει κακά»… … Dictionary of Greek
μηπωστάς — και μήπωστας (Μ) (απορηματικός σύνδεσμος ο οποίος συνήθως απαντά σε ευθεία, ή και σε πλάγια ερώτηση, ενώ πολλές φορές ακολουθείται από το και) μήπως, μη τυχόν αν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήπως, με παρέκταση τάς αναλογικά προς τα ανισωστάς, διχωστάς,… … Dictionary of Greek
Goin' Through — Esta página o sección está siendo traducida del idioma Idioma no definido en la plantilla {{obtener idioma}}, añádelo a partir del artículo Goin Through, razón por la cual puede haber lagunas de contenidos, errores sintácticos o escritos sin … Wikipedia Español
αμέ — και αμή και αμά και αμ’ (σύνδ.) (Μ ἀμμή) 1. (αντιθετικά) αλλά, όμως, αλλά όμως, μολαταύτα 2. (προσθετικά, επιτατικά) αλλά και, αλλά ακόμη, επιπροσθέτως 3. (βεβαιωτικά) αλλά βέβαια, και βέβαια 4. (απορηματικά) μήπως, αλλά μήπως 5. (ελλειπτικά)… … Dictionary of Greek
ει — (I) εἰ (Α) Ι. 1. μόριο που χρησιμοποιείται ως επιφώνημα με προστακτική ή έγκλιση επιθυμίας για να δηλώσει προτροπή («εἰ δὲ σὺ μὲν ἄκουσον», Ιλ. Ι) 2. σε ευχές με ευκτική 3. συνήθως ακολουθείται από το γαρ («αἴ γὰρ δὴ οὕτως εἴη», Ιλ. Δ) 4. σε… … Dictionary of Greek
ενδοιαστικός — ή, ό (AM ἐνδοιαστικός, ή, όν) 1. διστακτικός, αμφιταλαντευόμενος («ἐνδοιαστική ἐπίκρισις», Ερμογ.) 2. γραμμ. «ενδοιαστικές προτάσεις» αυτές που δηλώνουν ενδοιασμό, φόβο ή υποψία μήπως γίνει κάτι ανεπιθύμητο ή μήπως δεν γίνει κάτι επιθυμητό … Dictionary of Greek