Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μήπως

См. также в других словарях:

  • μήπως — lest in any way indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήπως — (ΑΜ μήπως, Α και μή πως) επίρρ. 1. (ιδίως μετά από ρήματα που φανερώνουν φόβο για να δηλώσει ενδοιασμό, απορία ή για να δηλωθεί κάτι το ενδεχόμενο, επιδιωκόμενο ή επιθυμητό) μη τυχόν, μπας και... (α. «φοβάμαι μήπως τού έτυχε κανένα κακό» β.… …   Dictionary of Greek

  • μήπως — σύνδ. διστ., μην τυχόν, μπας και, άραγε: Μήπως είσαι άρρωστος; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μήγαρις — μήπως τάχα, σάμπως, μπας και: Μήγαρις, ξέρω τι θέλει; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • δείδω — (Α) Ι. 1. φοβάμαι 2. ανησυχώ για κάποιον ή για κάτι («δέδια ἀμφὶ σαῑς τύχαις») 3. φοβάμαι μήπως συμβεί (ή μήπως έχει ήδη συμβεί) κάτι κακό (α. «δέδιμεν μὴ οὐ βέβαιοι ἦτε» φοβόμαστε μήπως δεν είσαστε σταθεροί θ. «δέδοιχ ὅπως μὴ... ἀναρρήξει κακά»… …   Dictionary of Greek

  • μηπωστάς — και μήπωστας (Μ) (απορηματικός σύνδεσμος ο οποίος συνήθως απαντά σε ευθεία, ή και σε πλάγια ερώτηση, ενώ πολλές φορές ακολουθείται από το και) μήπως, μη τυχόν αν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήπως, με παρέκταση τάς αναλογικά προς τα ανισωστάς, διχωστάς,… …   Dictionary of Greek

  • Goin' Through — Esta página o sección está siendo traducida del idioma Idioma no definido en la plantilla {{obtener idioma}}, añádelo a partir del artículo Goin Through, razón por la cual puede haber lagunas de contenidos, errores sintácticos o escritos sin …   Wikipedia Español

  • αμέ — και αμή και αμά και αμ’ (σύνδ.) (Μ ἀμμή) 1. (αντιθετικά) αλλά, όμως, αλλά όμως, μολαταύτα 2. (προσθετικά, επιτατικά) αλλά και, αλλά ακόμη, επιπροσθέτως 3. (βεβαιωτικά) αλλά βέβαια, και βέβαια 4. (απορηματικά) μήπως, αλλά μήπως 5. (ελλειπτικά)… …   Dictionary of Greek

  • ει — (I) εἰ (Α) Ι. 1. μόριο που χρησιμοποιείται ως επιφώνημα με προστακτική ή έγκλιση επιθυμίας για να δηλώσει προτροπή («εἰ δὲ σὺ μὲν ἄκουσον», Ιλ. Ι) 2. σε ευχές με ευκτική 3. συνήθως ακολουθείται από το γαρ («αἴ γὰρ δὴ οὕτως εἴη», Ιλ. Δ) 4. σε… …   Dictionary of Greek

  • ενδοιαστικός — ή, ό (AM ἐνδοιαστικός, ή, όν) 1. διστακτικός, αμφιταλαντευόμενος («ἐνδοιαστική ἐπίκρισις», Ερμογ.) 2. γραμμ. «ενδοιαστικές προτάσεις» αυτές που δηλώνουν ενδοιασμό, φόβο ή υποψία μήπως γίνει κάτι ανεπιθύμητο ή μήπως δεν γίνει κάτι επιθυμητό …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»