-
1 μετριος
1) средний, среднего роста, нормальный(ἄνδρες Her. - ср. 10)
2) обыкновенный, общепринятый(πῆχυς Her.)
3) среднего протяжения(μῆκος Plat.)
4) средней продолжительности или непродолжительный(χρόνος Plat.)
5) средний, посредственный(ἔργα Hes.; οὐσία Arst.)
; скромный, простой(ἐσθής Thuc.; σῖτος Xen.; βίος Plat.)
6) умеренный, сдержанный(ἔπος Aesch.; χάρις Eur.)
7) сносный, терпимый(ἄχθος, κακά Eur.)
8) кроткий, мягкий(πρὸς τοὺς ὑπηκόους Thuc.)
9) подходящий, достаточный(μισθός Plat.)
10) правильный, справедливый(λόγος Xen.; ἀνήρ Plat.). - см. тж. μέτριον
-
2 μέτριος
μέτριος, ά, ον ['мерный'] 1. умеренный; придерживающийся (золотой) середины; 2. средний, посредственный -
3 μέτριος
α, ο [ία, ον]1) умеренный, средний; скромный (о заработке);μέτρια θερμοκρασία — умеренная температура;
μέτριος άνεμος — умеренный ветер;
μέτριο μπόϊ ( — или ανάστημα) — средний рост;
μέτρίου αναστήματος — среднего роста;
μέτρια 6*ρεξη — умеренный аппетит;
2) средний, посредственный;μέτριος μαθητής — средний ученик;
μέτριες ικανότητες — средние способности;
κατώτερος τού μέτρίου — или κάτω απ' το μέτριο — ниже среднего (о способностях); — совершенно неспособный (о человеке);
3) подходящий, сносный, терпимый, приемлемый;σε μέτριες τιμές — по доступным ценам;
§ μέτριος (καφές) — не очень сладкий кофе
-
4 μέτριος
3 умеренный -
5 μέτριος
[мэтриос] εκ. умеренный, средний, посредственный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μέτριος
-
6 μέτριος
[мэтриос] επ умеренный, средний, посредственный. -
7 πηχυς
1) предплечье2) рука Hom. etc.ἀμφὴ δὲ παιδὴ βάλε πήχεε Hom. — (Пенелопа) обвила сына обеими руками
3) изгиб в середине лука ( служивший рукоятью при стрельбе)(τόξου π. Hom.)
4) рог лиры Her., Luc.5) пехий, локоть (мера длины; π. μέτριος содержал 24 δάκτυλοι, т.е. ок. 46 см, π. βασιλήϊος - 27 δάκτυλοι) Her., Xen., Plat.6) складная измерительная линейка Arph.7) угольник Anth.8) pl. οἱ πήχεις карлики (человечки, которые изображалась резвящимися вокруг гигантской фигуры бога Нила) Luc. -
8 μετρίως
( наречие к μέτριος) умеренно
См. также в других словарях:
μέτριος — within measure masc nom sg μέτριος within measure masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτριος — α, ο (ΑΜ μέτριος, ία, ον, Α θηλ. και ος, αιολ.τ. μέτερρος) 1. αυτός που έχει την ορθή αναλογία, που υπάρχει ή γίνεται με μέτρο, κανονικός, μέσος (α. «μέτριο ανάστημα» β. «μέτρια θερμοκρασία» γ. «ἁπτόμενοι δὲ σφι ἐπελθεῑν ἄνδρας σμικροὺς μετρίων… … Dictionary of Greek
μέτριος — α, ο 1. αυτός που έχει τη σωστή αναλογία, ούτε μεγάλος ούτε μικρός, ούτε πολύς ούτε λίγος, μεσαίος: Φυσούν μέτριοι άνεμοι. 2. αυτός που έχει μέση ποιότητα ή αξία: Παρέδωσε μια μέτρια εργασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετριώτερον — μέτριος within measure adverbial comp μέτριος within measure masc acc comp sg μέτριος within measure neut nom/voc/acc comp sg μέτριος within measure masc acc comp sg μέτριος within measure neut nom/voc/acc comp sg μέτριος within measure adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετριωτάτων — μέτριος within measure fem gen superl pl μέτριος within measure masc/neut gen superl pl μέτριος within measure fem gen superl pl μέτριος within measure masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετριωτέραις — μέτριος within measure fem dat comp pl μετριωτέρᾱͅς , μέτριος within measure fem dat comp pl (attic) μέτριος within measure fem dat comp pl μετριωτέρᾱͅς , μέτριος within measure fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετριωτέρω — μέτριος within measure masc/neut nom/voc/acc comp dual μέτριος within measure masc/neut gen comp sg (doric aeolic) μέτριος within measure masc/neut nom/voc/acc comp dual μέτριος within measure masc/neut gen comp sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετριωτέρων — μέτριος within measure fem gen comp pl μέτριος within measure masc/neut gen comp pl μέτριος within measure fem gen comp pl μέτριος within measure masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετριώτατα — μέτριος within measure adverbial superl μέτριος within measure neut nom/voc/acc superl pl μέτριος within measure adverbial superl μέτριος within measure neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετριώτατον — μέτριος within measure masc acc superl sg μέτριος within measure neut nom/voc/acc superl sg μέτριος within measure masc acc superl sg μέτριος within measure neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρίω — μέτριος within measure masc/neut nom/voc/acc dual μέτριος within measure masc/neut gen sg (doric aeolic) μέτριος within measure masc/fem/neut nom/voc/acc dual μέτριος within measure masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) μετρέω measure pres subj act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)