Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μέδιμνος

См. также в других словарях:

  • μέδιμνος — a medimnus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέδιμνος — Μονάδα χωρητικότητας για ξηρά εδώδιμα, κυρίως σιτηρά. Θεσπίστηκε από τον Σόλωνα στην Αθήνα, ενώ υποδιαιρέσεις του ήταν ο τριτεύς (ένα τρίτο), ο εκτεύς (ένα έκτο), το ημίεκτο (ένα δωδέκατο), ο χοίνιξ (ένα τεσσαροκοστό όγδοο) και η κοτύλη (ένα… …   Dictionary of Greek

  • Медимн — (μέδιμνος) основная единица меры сыпучих тел в древней Греции. Более древний, эгинский М., заимствован вместе со всей системой мер и весов из Вавилонии, вероятно, через посредство Финикии и равнялся двум вавилоно финикийским ефам; его 6 я часть… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • μεδίμνοις — μέδιμνος a medimnus masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεδίμνου — μέδιμνος a medimnus masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεδίμνους — μέδιμνος a medimnus masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεδίμνων — μέδιμνος a medimnus masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεδίμνῳ — μέδιμνος a medimnus masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέδιμνοι — μέδιμνος a medimnus masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέδιμνον — μέδιμνος a medimnus masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντακοσιομέδιμνος — ο, ΝΑ συν. στον πληθ. οι πεντακοσιομέδιμνοι (στην αρχαιότητα) ονομασία τής πρώτης από τις τάξεις τών Αθηναίων πολιτών, στις οποίες χώρισε τον πληθυσμό τής Αττικής ο Σόλων και στην οποία ανήκαν όσοι είχαν αγροτικό εισόδημα άνω τών 500 μεδίμνων από …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»