-
1 великий
великий 1) μέγας, μεγάλος 2) (тк. кратк. ф. велик) μεγάλος· ботинки мне вели ки μου είναι μεγάλα τα πα πούτσια* * *1) μέγας, μεγάλος2) (тк. кратк. ф. велик) μεγάλοςботи́нки мне велики́ — μου είναι μεγάλα τα παπούτσια
-
2 великий
επ., βρ: -лик, -а, -о и. –а, -о, πλθ. велики κ. велики, υπερθ. величайший.1. μέγας, μεγάλος•александр великий ο Μέγας Αλέξανδρος•
-ие люди οι μεγάλοι άνθρωποι•
ученый μεγάλος επιστήμονας.
2. πολύ μεγάλος, τρανός•великий праздник μεγάλη γιορτή•
у страха глаза -и οτο φόβο τα μάτια μεγαλώνουν, γουρλώνουν.
3. μεγαλύτερος του δέοντος•сапоги мне -и οι μπότες μου είναι μεγάλες.
εκφρ.от мала до -а – μικροί και μεγάλοι (όλοι)•- ое множество – μεγάλο πλήθος•к -ому – προς το μεγάλο•к -ому моему удивлению – προς μεγάλη μου κατάπληξη•великий пост – η Μεγάλη Σαρακοστή•- а важность – μεγάλη σπουδαιότητα. -
3 аист
зоол. (белый) о λευκός πελαργός, το ασπρολελέκι(чёрный) πελαργός ο μέγας, разг. το μαύρο λελέκιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > аист
-
4 грот-мачта
мор. о κύριος/μέγας ιστός, το μεγάλο κατάρτι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > грот-мачта
-
5 карбонадо
ο μέγας αδάμας, το μαύρο διαμάντιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > карбонадо
-
6 ось
1. (прямая, проходящая через центр симметрии или центр тяжести какого-л. тела) о άξον/αςη νοητή (αξονική) γραμμήпо - и στον - α, στην κατεύθυνση του - αбольшая - (геод.) μέγας -2. (стержень, на котором укрепляют колесо, вращающиеся части машин, механизмов и т.п.) о πείρος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ось
-
7 роза
I.бот.1. (куст) η τριανταφυλλιά 2. (цветок) το τριαντάφυλλο. II.арх. о (μέγας) ρόδαξ/ρόδακας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > роза
-
8 синица
зоол. ο αιγίθαλος, ο κλειδωνιάςη παπαδίτσαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > синица
-
9 большой
больш||ойприл1. μεγάλος, μέγας/ πολυάριθμος (многочисленный):\большойо́е количество а) ὁ μεγάλος ἀριθμός, б) πλήθος ἀνθρώπων (о людях);2. (значительный) μεγάλος/ σπουδαίος, σημαντικός (важный):\большойа́я радость ἡ μεγάλη χαρά; \большойо́е событие τό σημαντικό γεγονός;3. (выдающийся, замечательный) ἐπιφανής, διαπρεπής, διακεκριμένος:\большой ученый ὁ διαπρεπής ἐπιστήμων4. (взрослый) μεγάλος:он стал \большой μεγάλωσε; ◊ \большой палец ὁ ἀντίχειρας, ὁ ἀντίχειρ; \большой друг ὁ μεγάλος φίλος. -
10 важный
важныйприл1. (имеющий большое значение) σπουδαίος, σημαντικός:\важныйое открытие ἡ σπουδαία ἀνακάλυψη (или ἐφεύρεση); особо \важныйый βαρυσήμαντος, ἐξαιρετικά σπουδαίος;2. (высокопоставленный) σπουδαίος, μεγάλη προσωπικότητα:\важныйая ши́шка разг, ирон. σπουδαίο πρόσωπο, μέγας καί πολύς;3. (высокомерный) ὑπεροπτικός, ἐπαρμένος:ходить с \важныйым видом κορδώνομαι, κομπάζω, κάνω τό σπουδαίο. -
11 великий
велик||ийприл1. μέγας, μεγάλος:\великийне державы οἱ μεγάλες δυνάμεις· \великийие люди οἱ μεγάλοι ἄνδρες· Великая Октябрьская социалистическая революция ἡ Μεγάλη 'Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Έπανάσταση [-ις]· к \великийому удивлению προς μεγάλη (μου) Εκπληξη·2. (т.к. краткая форма \великий слишком большой) μεγάλος:сапоги́ \великийи́ οἱ μπόττες (или τά ὑποδήματα) μοῦ εἶναι μεγάλες (или μεγάλα) · ◊ у страха глаза \великийй ὁ φόβος μεγαλοποιεῖ τόν κίνδυνο· от мала до \великийа μικροί καί μεγάλοι, ὅλοι ἀνεξαιρέτως. -
12 грот-мачта
грот-мачтаж мор. ὁ μέγας ίστός. -
13 князь
князьм ὁ πρίγκηψ, ὁ πρίγκιπας:великий \князь ист. ὁ μέγας δούξ. -
14 великий
[βιλίκιϊ] εκ. μέγας -
15 грот-мачта
[γκρότ-μάτστα] ουσ. θ. μέγας ιστός -
16 великий
[βιλίκιϊ] επ μέγας -
17 грот-мачта
[γκρότ-μάτστα] ουσ θ μέγας ιστός -
18 большой
επ., συγκρ. β. больший, больше, более1. μεγάλος, μέγας, τρανός•большой город μεγάλη πόλη•
-ые события μεγάλα γεγονότα•
-ое дело μεγάλη υπόθεση.
2. σημαντικός, αξιόλογος•большой ученый μεγάλος επιστήμονας•
большой негодяй μεγάλος παλιάνθρωπος•
большой плут μεγάλος απατεώνας.
3. μεγάλου αναστήματος, υψηλός•ты стал совсем большой εσύ ψήλωσες πολύ, έγινες άντρας, μεγάλος.
4. πολυάριθμος•-ое количество μεγάλη ποσότητα•
-ое знакомство πολλές γνωριμίες.
5. μεγάλος (ως αντώνυμο του μικρός)•большой театр το Μεγάλο θέατρο (σε αντίθεση με το Μικρό)•
-ая медведица η Μεγάλη Αρκτος.
6. ουσ. πλθ. -ие οι ηλικιωμένοι•-ие ушли, а дети остались дома οι μεγάλοι έφυγαν, οι δε μικροί έμειναν στο σπίτι.
εκφρ.большойая буква – το κεφαλαίο γράμμα•большой палец – το μεγάλο δάχτυλο (αντίχειρας)•большой свет – η ανώτερη κοινωνία•сам большой – παλ. ο κύριος εαυτού, νοικοκύρης, αφέντης. -
19 величание
-я ουδ.1. απόδοση της ονομασίας „μέγας".2. ύμνηση, εξύμνηση, δοξολογία. -
20 величать
ρ.δ.μ.1. ονομάζω, αποκαλώ, προσαγορεύω μέγαν, μεγάλον ή με τιμητική προσηγορία•его -ли Гомером и Вергилием τον αποκαλούσαν Όμηρο και Βιργίλιο.
2. τραγουδώ προς τιμήν κάποιου.3. εκκλσ. παλ. δοξολογώ, υμνώ.1. ονομάζομαι, αποκαλούμαι μέγας ή με τιμητική ονομασία.2. δοξολογούμαι, υμνούμαι.3. (απλ.) καλούμαι, φωνάζομαι με το πατρώνυμο.4.•περηφανεύομαι, καυχιέμαι, επαίρομαι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μέγας — big masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέγας — μεγάλη, μέγα (ΑM μέγας, μεγάλη, μέγα) βλ. μεγάλος … Dictionary of Greek
Μέγας — Μέγᾱς , Μέγης masc acc pl Μέγᾱς , Μέγης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μέγας Αλέξανδρος — Οικισμός (66 κάτ.) του νομού Καβάλας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ορφανού … Dictionary of Greek
Μέγας Γιαλός — Ονομασία δύο οικισμών.1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ., 206 κάτ.) της Σύρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ποσειδωνίας (Δ.Δ. Βάρης) του νομού Κυκλάδων. 2. Οικισμός (18 κάτ.) της Σύρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ποσειδωνίας (Δ.Δ. Ποσειδωνίας) … Dictionary of Greek
Μέγας Δένδρος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 91 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται Α της λίμνης Τριχωνίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θέρμου. Υπήρξε η γενέτειρα του διδασκάλου του Γένους Ευγένιου Γιαννούλη (1597)… … Dictionary of Greek
Μέγας Κάμπος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Οικισμός (88 κάτ.) του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμφιλοχίας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 50 κάτ.) του νομού Άρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ηρακλείας … Dictionary of Greek
Μέγας Κύων — (Αστρον.). Αστερισμός που βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο, ανάμεσα στους αστερισμούς Περιστεράς, Λαγωού, Μονόκερου και Πρύμνης. Ο α του Μ.Κ. ή Σείριος είναι ο λαμπρότερος απλανής σε ολόκληρο τον ουρανό με μέγεθος –1,6. Είναι διπλός, με ταίρι του… … Dictionary of Greek
Μέγας Λάκκος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 900 μ., 31 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Βρίσκεται κοντά στα σύνορα με τον νομό Ευρυτανίας, στον οποίο και υπαγόταν μέχρι το 1974. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιτάμου … Dictionary of Greek
Μέγας, Γεώργιος — (Μεσημβρία Ανατολικής Ρωμυλίας 1893 – 1976). Λαογράφος, καθηγητής πανεπιστημίου και ακαδημαϊκός. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στα πανεπιστήμια της Λειψίας και του Βερολίνου. Αρχικά σταδιοδρόμησε ως εκπαιδευτικός σε… … Dictionary of Greek
Αλέξανδρος ο Μέγας — (Πέλλα 356 – Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (336–323), γιος του Φιλίππου B’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτολέμου. Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει… … Dictionary of Greek