Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μάταια

См. также в других словарях:

  • ματαία — ματαίᾱ , μάταιος vain fem nom/voc/acc dual ματαίᾱ , μάταιος vain fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ματαίᾳ — ματαίᾱͅ , μάταιος vain fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάταια — άσκοπα, χωρίς νόημα: Μάταια εκλιπαρούσε να τον συγχωρέσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μάταια — επίρρ. βλ. μάταιος …   Dictionary of Greek

  • μάταια — μάταιος vain neut nom/voc/acc pl μάταιος vain neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ματαίας — ματαίᾱς , μάταιος vain fem acc pl ματαίᾱς , μάταιος vain fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάται' — μάταια , μάταιος vain neut nom/voc/acc pl μάταια , μάταιος vain neut nom/voc/acc pl μάταιε , μάταιος vain masc voc sg μάταιε , μάταιος vain masc/fem voc sg μάταιαι , μάταιος vain fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ματαίαν — ματαίᾱν , μάταιος vain fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάταιος — η ο, θηλ. και α, (ΑM μάταιος, ον, θηλ. και αία) (για λόγια ή πράξεις) άσκοπος, ανώφελος, άχρηστος, αυτός που δεν φέρνει αποτέλεσμα, ατελεσφόρητος (α. «παῡσαι λέγων λόγους ματαίους», Η ρόδ. β. «ἄνθρωποι δὲ μάταια νομίζομεν», Θέογν.) νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»