-
1 даром
-
2 зря
-
3 напрасно
-
4 толк
-
5 безрезультатно
безрезультатн||онареч χωρίς ἀποτέλεσμα, ἀτελεσφόρητα/ ἀνεπιτυχώς (безуспешно) / μάταια (тщетно). -
6 бесполезно
бесполезн||о1. нареч ἀνώφελα, ἀνωφελώς/μάταια, ματαίως (тщетно);2. предик безл:это \бесполезно εἶναι ἀνώφελο. -
7 бесшюдно
бесшюд||но1. нареч ἄκαρ-πα, χωρίς ἀποτέλεσμα;2. предик безл (бесполезно) μάταια, τοῦ κάκου, ἀνώφελα. -
8 впустую
впустуюнареч μάταια, ἀνώφελα, στά χαμένα, στό βρόντο. -
9 даром
даромнареч1. δωρεάν, τζάμπα, χάρισμα:я купил это совершенно \даром τ' ἀγόρασα πάμφθηνα, τ' ἀγόρασα τζάμπα·2. (напрасно) μάταια, είς μάτην, του κάκου/ ἄδικα, ἀσκοπα [-ως] (бесцельно, зря):терять \даром время χάνω ἀδικα τόν καιρό μου· он не \даром сказал это δέν τό είπε τυχαία, δέν τό είπε στον ἀέρα· не \даром говорят... καλά λένε πώς... · ◊ это ему \даром не пройдет αὐτό θά τό πληρώσεί \даром что... ἀν καί..., μολονότι... -
10 напрасно
напрасн||о1. нареч μάταια, τοῦ κάκου, είς μάτην, ματαίως / ἀνώφελα (бесполезно)/ ἀδικα, ἀδίκως (несправедливо):\напрасно стараться τοῦ κάκου προσπαθώ· ее \напрасно обвиняли ἀδικα τήν κατηγορούσαν вы \напрасно так ду́маете δέν ἐχετε δίκηο πού σκέπ-τεσθε ἐτσι·2. предик безл:все было \напрасно ὀλα πήγαν ἄδικα. -
11 напрасньш
напрасн||ьшприл μάταιος:\напрасньшая надежда ἡ μάταια ἐλπίδα· \напрасньшый труд μάταιος κόπος· \напрасньшое обвинение ἡ ἄδικη κατηγορία. -
12 несбыточный
несбыточн||ыйприл ἀπραγματοποίητος, χιμαιρικός, μάταιος:\несбыточныйая мечта τό ἀπραγματοποίητο ὀνειρο· \несбыточныйая надежда ἡ μάταια ἐλπίδα. -
13 понапрасну
понапраснунареч разг ἄδικα, μάταια, ματαίως, είς μάτην, τοῦ κάκου. -
14 попусту
попустунареч разг ἄδικα, μάταια, ἀνώφελα, τοῦ κάκου:\попусту три́тить время ἄδικα χάνω τόν καιρό μου. -
15 пустой
пуст||ойприл1. κενός, ἄδειος/κούφιος (полый)/ ἀκατοίκητος (о жилье)/ ἔρημος (безлюдный):\пустой чемодан ἡ ἄδεια βαλίτσα· \пустойо́е пространство ὁ κενός χώρος, τό κενό·2. (бессодержательный) τιποτέ-νιος, κούφιος:\пустой человек τιποτένιος (или κούφιος) ἄνθρωπος· что за \пустойа́я голова! τί κούφιο κεφάλι!·3. (неосновательный, напрасный) μάταιος, φροῦδος, ἀβάσιμος:\пустойые слова λόγια τοῦ ἀέρα, ἀερολογήμα-τα, κενά λόγια· \пустойые обещания οἱ κενές ὑποσχέσεις, τά παχειά λόγια· \пустойые мечты τά μάταια ὀνειρα, οἱ φαντασιοκοπίες· \пустойая отговорка ἡ πρόφαση· ◊ с \пустойыми руками μέ ἄδεια χέρια· переливать из \пустойо́го в порожнее погов. κοπανώ ἀέρα, κάνω τόν ᾶνεμο κουβάρι, δεματιάζω τ' αὐγά· \пустойо́е место ἡ νοῦλα, τό μηδενικό. -
16 толк
толкм1. (смысл, разум) ἡ ἐννοια, ἡ σημασία/ τό ὅφελος, ἡ ὠφέλεια (польза):делать (говорить) что́-л. с \толком κάνω (λέγω) κάτι σωστά· без толку χωρίς ἀποτέλεσμα, μάταιά не добиться \толку δέν κατορθώνω κανένα ἀποτέλεσμα· сбить кого́-л. с \толку κάνω μπερδεύω κάποιον νά τά χάσει σαστίζω κάποιον из этого \толку не выйдет ἀπ' αὐτό δέν θά δοῦμε προκοπή·2. \толки мн. (слухи) οἱ διαδόσεις, οἱ φήμες, τά λόγια:вызывать \толки γεννώ διαδόσεις· не придавать значения \толкам δέν δίδω σημασία στίς φήμες· ◊ знать (понимать) \толк в чем-л. καταλαβαίνω, νοιώθω ἀπό κάτι. -
17 впустую
[φπουστούγιου] επίρ. μάταια -
18 напрасно
[ναπράσνα] εκίρ. μάταια -
19 впустую
[φπουστούγιου] επίρ μάταια -
20 напрасно
[ναπράσνα] επίρ μάταια
См. также в других словарях:
ματαία — ματαίᾱ , μάταιος vain fem nom/voc/acc dual ματαίᾱ , μάταιος vain fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαίᾳ — ματαίᾱͅ , μάταιος vain fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάταια — άσκοπα, χωρίς νόημα: Μάταια εκλιπαρούσε να τον συγχωρέσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάταια — επίρρ. βλ. μάταιος … Dictionary of Greek
μάταια — μάταιος vain neut nom/voc/acc pl μάταιος vain neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαίας — ματαίᾱς , μάταιος vain fem acc pl ματαίᾱς , μάταιος vain fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάται' — μάταια , μάταιος vain neut nom/voc/acc pl μάταια , μάταιος vain neut nom/voc/acc pl μάταιε , μάταιος vain masc voc sg μάταιε , μάταιος vain masc/fem voc sg μάταιαι , μάταιος vain fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαίαν — ματαίᾱν , μάταιος vain fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάταιος — η ο, θηλ. και α, (ΑM μάταιος, ον, θηλ. και αία) (για λόγια ή πράξεις) άσκοπος, ανώφελος, άχρηστος, αυτός που δεν φέρνει αποτέλεσμα, ατελεσφόρητος (α. «παῡσαι λέγων λόγους ματαίους», Η ρόδ. β. «ἄνθρωποι δὲ μάταια νομίζομεν», Θέογν.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek