-
1 λυπηρός
I of things, painful, distressing, Hdt.5.106, S.El. 553; τί σοι τοῦτ' ἐστὶ λ. κλύειν; Id.OC 1176; , etc.; ἀζημίους μέν, λ. δὲ ἀχθηδόνας causing pain, Th.2.37;τὰ λ. X.Hier. 1.8
, cf. Men.555.3;βίος -ότερος Pl.Lg. 733b
;τὸ λ. Id.R. 585a
; opp. τὸ ἡδύ, Antipho Soph.49.II of persons,2 causing pain, troublesome,λ. κλύειν S.El. 557
;λ. οὐκ ἦν οὐδ' ἐπίφθονος πόλει E. Supp. 893
, cf. Ar.Ach. 456, Th.1.76, etc.; of those who are objects of jealousy and envy, Id.6.16, cf. 2.64.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυπηρός
См. также в других словарях:
ιχθυηρός — ἰχθυηρός, ά, όν (Α) 1. κατάλληλος να δεχθεί ψάρια 2. ρυπαρός, δυσώδης 3. αυτός που παρασκευάζεται από ψάρια («ἰχθυηρὸν ἔλαιον» Φίλ.) 4. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰχθυηρά πάπ. φόρος στα αλιευόμενα ψάρια 5. φρ. α) «ἰχθυηρός ζωμός» ψαρόσουπα β) «πύλη ἡ… … Dictionary of Greek
λωβηρός — λωβηρός, ά, όν (Α) βλαβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λώβη «κακομεταχείριση, προσβολή» + κατάλ. ηρός (πρβλ. ανθ ηρός, λυπ ηρός)] … Dictionary of Greek
οισυπηρός — οἰσυπηρός, ά, όν (Α) αυτός που είναι γεμάτος από οισύπη, λιπαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰσύπη «λιπώδης ουσία που εκκρίνεται από το έριο τών προβάτων» + κατάλ. ηρός (πρβλ. λυπ ηρός, τολμ ηρός] … Dictionary of Greek
τρυχηρός — ά, όν, Α 1. (για ενδύματα) πολύ φθαρμένος, κουρελιασμένος 2. βασανιστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρῦχος + κατάλ. ηρός* (πρβλ. λυπ ηρός, τολμ ηρός)] … Dictionary of Greek
πενθηρός — ά, όν, Α αυτός που ανήκει ή αρμόζει στο πένθος, στη λύπη, ο πένθιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πένθος + κατάλ. ηρός (πρβλ. λυπ ηρός)] … Dictionary of Greek