-
1 λιθοστρωτος
См. также в других словарях:
φυλλόστρωτος — ον και φυλλοστρώς, ῶτος, ὁ, ἡ, τὸ, Α στρωμένος, σκεπασμένος με φύλλα (α. «χαμεύνας φυλλοστρώτους», Ευρ. β. «φυλλοστρῶτι πέδῳ», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + στρωτος (< στρωτός < στόρνυμι), πρβλ. λιθό στρωτος, πορφυρό στρωτος] … Dictionary of Greek
κερόστρωτος — κερόστρωτος, ον (Α) ο στρωμένος με κέρατα ή με κεράτινα τεμάχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + στρωτός (< στρώννυμι), πρβλ. λιθό στρωτος, φυλλό στρωτος] … Dictionary of Greek
υδατόστρωτος — ον, Μ καλυμμένος από νερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + στρωτος (< στρωτός < στόρνυμι), πρβλ. λιθό στρωτος] … Dictionary of Greek
ξυλόστρωτος — η, ο 1. επενδεδυμένος με ξύλο 2. το ουδ. ως ουσ. το ξυλόστρωτο δάπεδο ή τοίχος επενδεδυμένος με ξύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + στρωτος (< στρώνω), πρβλ. λίθό στρωτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα] … Dictionary of Greek
πορφυρόστρωτος — ον, ΜΑ στρωμένος με πορφυρά υφάσματα (α. «πορφυρόστρωτος πόρος», Αισχύλ. β. «κλίνην πορφυρόστρωτον», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + στρωτός (< στρώννυμι «στρώνω»), πρβλ. λιθό στρωτος] … Dictionary of Greek
σκληρόστρωτος — ον, Μ αυτός που έχει σκληρό, τραχύ στρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + στρωτος (< στρώννυμι), πρβλ. λιθό στρωτος] … Dictionary of Greek
χαλίστρωτος — η, ο, Ν στρωμένος με χαλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλί + στρωτος (< στρώνω), πρβλ. λιθό στρωτος] … Dictionary of Greek
οδόστρωση — και οδοστρωσία, η (Μ ὁδοστρωσία) το στρώσιμο τής επιφάνειας τού δρόμου με ανθεκτικά υλικά, η κατασκευή οδοστρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οδόστρωση < ὁδός + στρώση μέσω αμάρτυρου *ὁδοστρώνω (πρβλ. λιθό στρωση). Η λ., στον λόγιο τ. όδόστρωσις,… … Dictionary of Greek