-
1 λημμα
- ατος τό [λαμβάνω]1) поступление, доходλ. καὴ ἀνάλωμα Lys. — приход и расход
2) нажива, прибыль(αἰσχρὰ λήμματα Soph.)
λ. τῆς λῃστείας Dem. — нажитое грабежом, награбленное;3) получение(κέρδους Dem.)
4) лог. посылка5) лог. большая посылка(λ. καὴ πρόσληψις Diog.L.)
6) (преимущ. у лат. авторов) содержание, заголовок, заглавие (преимущ. стихотворений) Anth., Mart., Plin.J. -
2 λήμμα
τό1) доход; 2) заглавное слово, чёрное слово (в словарях); 3) лог. большая посылка; 4) мат. лемма -
3 αναλημμα
-
4 διλημμα
-
5 καταλημμα
-
6 προλημμα
-
7 υπολημμα
См. также в других словарях:
λῆμμα — anything received neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λήμμα — Το αποκομιζόμενο εισόδημα, η πρόσοδος, το κέρδος. Στη Λογική, λ. ονομάζεται η μείζων πρόταση από την οποία δημιουργείται το συμπέρασμα, ενώ οι λεξικογράφοι ονομάζουν λ. τον αρχικό τύπο στον οποίο υπάγεται η τυπολογική και σημασιολογική πραγματεία … Dictionary of Greek
λήμμα — το, ατος (στη λεξικογραφία), κάθε λέξη που εξηγείται ή γράφεται γι αυτήν σχετικό άρθρο: Τα λήμματα της εγκυκλοπαίδειας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λῆμμ' — λῆμμα , λῆμμα anything received neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λήμμαθ' — λή̱μματα , λῆμμα anything received neut nom/voc/acc pl λή̱μματι , λῆμμα anything received neut dat sg λή̱μματε , λῆμμα anything received neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Перантинос, Никос — Никос Перантинос греч. Νίκος Περαντινός Дата рождения: 1910 год(1910) … Википедия
Фокас, Димитриос — Димитриос Фокас Δημήτριος Φωκάς Род деятельности: вице адмирал Дата рождения: 1886 год(1886) … Википедия
Тзавелас, Ламброс — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Тзавелас. Ламброс Тзавелас греч. Λάμπρος Τζαβέλας Дата рождения 1745 год(174 … Википедия
δίλημμα — Σύνθετος συλλογισμός που περιέχει δύο αντιθετικές προτάσεις· θέση αμηχανίας στην οποία βρίσκεται κανείς προκειμένου να επιλέξει μεταξύ δύο αποφάσεων· απορία που οδηγεί σε δύο αντίθετες απόψεις ή λύσεις· η δυσχέρεια επιλογής μεταξύ ενός ζεύγους… … Dictionary of Greek
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek
λημμάτιον — λημμάτιον, τὸ (Α) [λήμμα] υποκορ. τού λήμμα … Dictionary of Greek