-
121 θαυμαστός
A wonderful, marvellous, first in neut. as Adv.,θαυμαστὸν γανόωντα h.Cer.10
; ἔργα μεγάλα καὶ θ. Hdt. 1 Prooem.;θ. καρπός Id.9.122
; θ. λόχος γυναικῶν, of the Furies, A.Eu.46; , etc.;ὃ πάντων -ότατον Pl.Smp. 220a
; θ. πλέγμα, Medic., the rete mirabile, Gal.5.196: c. acc.,θαυμαστὴ τὸ κάλλος Pl.Phd. 110c
;πᾶσαν ἀρετήν Id.Lg. 945e
: c. gen.,τῆς εὐσταθείας Plu.Publ.14
;τῆς ἐπιεικείας Id.Per.39
: c. dat.,πλήθει Id.Caes.6
;πλέοσι ἐσόμεθα θωμαστότεροι Hdt. 9.122
;πρός τι Plu.2.980d
: folld. by an interrog., εἰ, etc., θαυμαστὸν ὅσον.. , Lat. mirum quantum, Pl.Tht. 150d, etc.;θαυμαστὸν ἡλίκον D.24.122
;θαυμαστά γ', εἰ.. X.Smp.4.3
; οὐδὲν θ., εἰ.., Pl.Phdr. 279a, R. 390a;οὐ δὴ θ., εἰ.. D.2.23
. Adv. ;θαυμαστῶς ὡς σφόδρα Id.R. 331a
: neut. pl. as Adv., Id.Smp. 192b;θαυμαστὰ ὡς S.Fr. 960
, E.IA 943.II admirable, excellent, πατήρ, υἱός, ὄλβος, Pi.P.3.71,4.241, N.9.45; ἁνὴρ γὰρ οὐ στενακτὸς.., ἀλλ' εἴ τις βροτῶν θ. S.OC 1665; iron.,πράξας μὲν εὖ θ. ἂν γένοιτ' ἀνήρ A.Pers. 212
; strange, absurd,θ. καὶ γελοῖα Pl.Tht. 154b
; θαυμαστὰ δρῶντες ib. 151a; θαυμαστὰ ἐργάζεται behaves in an extraordinary way, Id.Smp. 213d, cf. ;θαυμαστὸν ποιεῖς, ὅς.. X.Mem.2.7.13
;ὦ θαυμαστέ Pl. Plt. 265a
;ὦ θαυμαστότατοι X.An.7.7.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαυμαστός
-
122 καρπολόχος
καρπο-λόχος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρπολόχος
-
123 κλυτόπωλος
κλῠτό-πωλος, ον,A with noble steeds, Il. always epith. of Hades, 5.654, 11.445, 16.625; later κ. λόχος, of the heroes in the wooden horse, Tryph.92.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλυτόπωλος
-
124 κοῖλος
κοῖλος, η, ον, [dialect] Aeol.and [dialect] Ion. κοίϊλος, prob. in Alc.15.5, Mimn.12.6; [full] κόϊλος, α, ον, Anacr.9 ([comp] Comp. - ώτερα), cf. A.D.Pron.87.5, Hdn.Gr.2.927:—A hollow, Hom.mostly as epith. of ships,κ. νῆες Il.1.26
, al. (later κ. ναῦς hold of the ship, Hdt.8.119, X.HG1.6.19, D.32.5; so ἡ κ. alone, Theoc.22.12, Callix.1;τὰ κ. App.BC5.107
); κ. λόχος, κ. δόρυ, of the Trojan horse, Od.4.277, 8.507;κ. σπέος 12.93
;κ. πέτρα A. Eu.23
, S.Ph. 1081 (lyr.); κ. κάπετος, of a grave, Il.24.797, S.Aj. 1165 (anap.), cf. Ant. 1205;κ. τάφρος E.Alc. 898
(anap.);κ. νάρθηξ Hes. Op.52
; ; κ. φλέψ vena cava, Hp.Loc.Hom.3, Gal. 2.786, 4.668;σφόνδυλος κ. Pl.R. 616d
; of vessels,ἀγγήϊα Hdt.4.2
; ; ;κύλικος.. κοῖλον κύτος Pl.
Com.189; κ. ἄργυρος καὶ χρυσός silver and gold plate, Theopomp. Hist.283a, cf. S.Fr. 378, Arist.Oec. 1350b23, etc.;κ. ἐκκοπεύς Gal.10.445
; νόμισμα κ. dub. sens. in Numen. ap. Eus.PE11.18; sunk, (Chalcedon, iii/ii B.C.), cf. Longin.Rh.p.199 H. (but κ. γραμμή curved line, Hero Bel.75.15); ἀλέαν εἰς τὸ θύρωμα κοίλαν curved canopy, Rev.Arch.22.63 (Callatis, iii B.C.); κ. ὑποδήματα boots that reach to mid-leg, Ael.NA6.23 (κοῖλα ποσσὶν ὑποδέδεσθε Ezek.Exag. 181
, cf. Poll.7.84); κ. δέμνια empty bed, S.Tr. 901; κ. χείρ, of a beggar, AP12.212 (Strat.);κ. ἱστίον Poll.1.107
; κοῖλος μήν short month, Gem.8.3, cf.κοιλοποιέομαι, κοῖλος 11.3
: [comp] Comp., -ότερος ὁλμοῦ Epich.81
.2 of Places, lying in a hollow or forming a hollow, κ. Λακεδαίμων the vale of L., Od.4.1;κ. Θεσσαλίη Hdt.7.129
;κ. Ἄργος S.OC 378
, 1387;Αὐλίδος κ. μυχοί E. IA 1600
;κ. τόποι Plb.3.18.10
: as pr.n., K. Συρία the district between Lebanon and Anti Lebanon, Id.1.3.1, etc.; τὰ K.τῆς Εὐβοίης Hdt. 8.13
; ἡ K. the valley of the Ilissus, name of Attic deme, Id.6.103, etc.: [comp] Comp.,κοιλότερα τῆς κάτωθεν χώρας Arist.Mete. 352b33
.b κ. λιμήν harbour lying between high cliffs, Od.10.92; κ. αἰγιαλός embayed beach, 22.385;ἐν τῷ κ. καὶ μυχῷ τοῦ λιμένος Th.7.52
.c κ. ὁδός hollow way, Il.23.419;κ. ἄγυια Pi.O.9.34
.d κ. ποταμός a river nearly empty of water, Th.7.84; ap. Ath.9.388a; but κ. ποταμός with deep bed, Plb.21.37.4.3 κ. ἅλς, θάλασσα, the sea full of hollows, i.e. with a heavy swell on, A.R. 2.595, Plb.1.60.6.4 κ. νοσήματα internal complaints, Philostr. VA3.44.II metaph.,1 of the voice, hollow, κόχλον ἑλὼν μυκήσατοκοῖλον Theoc.22.75
(though here κοῖλον may agree with κόχλον); φθέγγεσθαι κ. καὶ βαρύ Luc.Ner.6
, Philostr.VA3.38;ὁ -ότατος τῶν φθόγγων Aristid.Quint.1.10
.2 Philos., hollow, empty, void of content, αἱ κ. ἐνέργειαι, opp. αἱ ἀμείνους, Herm.in Phdr.p.170A.: more freq.in [comp] Comp., κοιλοτέρα θεωρία, ζωή, ib.pp.67,68A.; τὰ -ότερα, opp. τὰ ὑπέρτερα, ib.p.143 A., cf. Dam.Pr.96; χωρῶν πρὸς τὸ κ. ib. 379.3 ἡμέραν κ. ποιεῖσθαι allow payments to lapse for a day (cf.κοιλαίνω 11.2
), BGU1136.5 (i B.C.); οὐδεμίαν δόσιν κ. ποιεῖσθαι ib. 1146.15 (i B.C.).III concave, τὸ κ., opp. τὸ κυρτόν, Arist.Ph. 222b3, EN 1102a31;κοῖλα καὶ ἐσέχοντα Philostr.Im.2.20
; of military formations, Ascl.Tact.11.1.IV Subst. κοῖλον, τό, hollow, cavity, Pl.Phd. 109b, al.; esp. of cavities in the body,τὰ κ. γαστρός E.Ph. 1411
; τὰ κ. [τῆς καρδίας] the ventricles, Arist.HA 496a13; τὸ κ. τῶν νεφρῶν ib. 497a11;τὸ τῶν χειρῶν κ. Apollod.
ap. Ath. 11.479a;τὸ κ. τοῦ.. ποδός Hp.Epid.5.48
: prov., τὸ κ. τοῦ ποδὸς δεῖξαι to show 'a clean pair of heels', Hsch.; τὰ κ. τῶν ὀφθαλμῶν, τοῦ προσώπου, Hp.Mul.2.119, Nat.Mul.9 codd. (sed leg. κύλα) ; τὰ κ. alone, hollows of the side, flanks, like κενεών, Arist.HA 630a3.2 κοῖλος· θυρεών, οὐκ ἔχων θύρας, Hsch. -
125 λοχαγέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λοχαγέω
-
126 λοχεός
-
127 λοχεύω
λοχ-εύω, (Aλόχος 11
) bring forth, bear, , cf. Orph.A. 184, etc.;γαστὴρ ἥ σ' ἐλόχευσε AP9.126
; of the father, beget, Orph.A. 136, cf. 13; of both parents, ib. 159; metaph., produce,φλογὸς ἄσθμα Coluth.179
:—[voice] Med., -ομένην δε.. ἔαρ ὕμνων AP7.12
.2 of the midwife, bring to the birth, deliver, τινα E. Ion 948, 1596, cf. El. 1129:—hence in [voice] Pass., to be brought to bed, be in labour,ἔνθ' ἐλοχεύθην Id.Tr. 602
(lyr.); λοχευθεῖσ' ἀστραπηφόρῳ πυρί, of Semele, Id.Ba.3, cf. Plu.Pel.16: c. gen.,λοχευθείσης αὐτοῦ τῆς μητρός Id.Cic.2
.3 of a man, practise couvade, D.S.5.14.II [voice] Med., in sense of [voice] Act., of the mother, E. Ion 921 (anap.), Arist.HA 616a34, Call.Del. 326; also of the birthplace, APl. 4.295.III [voice] Pass., of the child, to be born, S.OC 1322; Τιτᾶνι λοχευθεῖσαν by the obstetric art of the Titan, E. Ion 455 (lyr.).2 metaph., generally, lie embedded, (anap.). -ή, ἡ, = λόχμη, Supp.Epigr.2.544 ([place name] Mylasa). -
128 λοχίτης
A one of the same λόχος or company, fellow-soldier, comrade, A.Ag. 1650, X. Cyr.2.2.7, etc.; ξὺν λοχίταις εἴτε καὶ μονοστιβῆ; with attendants or alone ? A.Ch. 768; :— fem. [full] λοχῖτις ἐκκλησία, = Lat. comitia centuriata, D.H.4.20, App.BC 3.30, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λοχίτης
См. также в других словарях:
λοχός — λοχός, ἡ (Α) λεχώνα («Ἀριστολοχία, ὠνόμασται μὲν ἀπὸ τοῡ δοκεῑν ἄριστα βοηθεῑν ταῑς λοχοῑς», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λόχος με αλλαγή γένους και καταβιβασμό τού τόνου στη λήγουσα] … Dictionary of Greek
λοχός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόχος — ambush masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόχος — ο (AM λόχος, Μ και λόγχος) νεοελλ. 1. στρατ. τμήμα πεζικού τού στρατού ξηράς, υποδιαίρεση τού τάγματος, το οποίο διοικείται από λοχαγό 2. πολλά άτομα μαζί 3. φρ. «ιερός λόχος» α) στρατιωτικό σώμα που καταρτίστηκε το 1821 στη Μολδαβία από τον Αλ.… … Dictionary of Greek
λόχος — ο στρατιωτική μονάδα του πεζικού, τμήμα του τάγματος που το διοικεί λοχαγός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιερός Λόχος — I Λόχος 300 Θηβαίων οπλιτών, που χαρακτηρίζονταν για την πειθαρχία τους. Ιδρυτές του ήταν ο Επαμεινώνδας και ο Γοργίας. Το 371 π.Χ. ο Ι.Λ. υπό την ηγεσία του Θηβαίου στρατηγού Πελοπίδα πολέμησε και νίκησε τους Λακεδαιμονίους και τους συμμάχους… … Dictionary of Greek
Αιδώλιος λόχος — Ένας από τους λόχους που αποτελούσαν τον στρατό της αρχαίας Σπάρτης … Dictionary of Greek
Лох войсковая единица — (λόχος) так называлась у лакедемонян войсковая единица, составлявшая ¼ моры. Мора заключала в себе от 400 до 800 человек, следовательно, Л. имел от 100 до 200 человек. Дальнейшее подразделение Л. следующее: λόχος = 2 πέντηκοστύες = 4 ένωμοτίαι.… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Лох, войсковая единица — (λόχος) так называлась у лакедемонян войсковая единица, составлявшая 1/4 моры. Мора заключала в себе от 400 до 800 чел., след., Л. имел от 100 до 200 чел. Дальнейшее подразделение Л. следующее: λόχος = 2 πέντηκοστύες = 4 ένωμοτίαι. Начальником Л … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
λόχω — λόχος ambush masc nom/voc/acc dual λόχος ambush masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοχέ — λοχός masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)