-
21 κατά-λοχος
κατά-λοχος, ὁ, f. L. für κατάλογος.
-
22 εὔ-λοχος
-
23 ναύ-λοχος
ναύ-λοχος, Schiffen zum Lager, zum Ruheplatz dienend, λιμένες ναύλοχοι, Od. 4, 846. 10, 141, Hafen mit ruhigem Ankerplatz; so ἕδραι, Soph. Ai. 455, der im plur. ὦ ναύλοχα, ihr Hafenplätze, sagt, Tr. 630, wo es nicht mit λουτρά zu verbinden ist; Ἀχαιῶν ναύλοχοι περιπτυχαί, Eur. Hec. 1015; einzeln bei Sp., wie Plut. Them. 3.
-
24 δειπνο-λόχος
δειπνο-λόχος, den Gastmählern auflauernd, schmarotzend, Hes. O. 702; VLL.; Göttling δειπνολόχη.
-
25 ὀρσί-λοχος
ὀρσί-λοχος, Schaaren erregend, s. nom. pr.
-
26 ὀρνῑχο-λόχος
ὀρνῑχο-λόχος, dor. = ὀρνῑϑολόχος, w. m. s.
-
27 ἀκρό-λοχος
ἀκρό-λοχος, f. L. für ἀκρολόγος, w. m. f.
-
28 ὁμό-λοχος
-
29 λόχω
λόχοςambush: masc nom /voc /acc dualλόχοςambush: masc gen sg (doric aeolic)——————λόχοςambush: masc dat sg -
30 λοχέ
λοχόςmasc voc sg -
31 λοχόν
λοχόςmasc acc sg -
32 λόχοι
λόχοςambush: masc nom /voc pl -
33 λόχοιο
λόχοςambush: masc gen sg (epic) -
34 λόχοις
λόχοςambush: masc dat pl -
35 λόχοισι
λόχοςambush: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
36 λόχοισιν
λόχοςambush: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
37 λόχον
λόχοςambush: masc acc sg -
38 λόχου
λόχοςambush: masc gen sg -
39 λόχους
λόχοςambush: masc acc pl -
40 λόχων
λόχοςambush: masc gen plλοχάωlie in wait for: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)λοχάωlie in wait for: imperf ind act 1st sg (homeric ionic)
См. также в других словарях:
λοχός — λοχός, ἡ (Α) λεχώνα («Ἀριστολοχία, ὠνόμασται μὲν ἀπὸ τοῡ δοκεῑν ἄριστα βοηθεῑν ταῑς λοχοῑς», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λόχος με αλλαγή γένους και καταβιβασμό τού τόνου στη λήγουσα] … Dictionary of Greek
λοχός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόχος — ambush masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόχος — ο (AM λόχος, Μ και λόγχος) νεοελλ. 1. στρατ. τμήμα πεζικού τού στρατού ξηράς, υποδιαίρεση τού τάγματος, το οποίο διοικείται από λοχαγό 2. πολλά άτομα μαζί 3. φρ. «ιερός λόχος» α) στρατιωτικό σώμα που καταρτίστηκε το 1821 στη Μολδαβία από τον Αλ.… … Dictionary of Greek
λόχος — ο στρατιωτική μονάδα του πεζικού, τμήμα του τάγματος που το διοικεί λοχαγός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιερός Λόχος — I Λόχος 300 Θηβαίων οπλιτών, που χαρακτηρίζονταν για την πειθαρχία τους. Ιδρυτές του ήταν ο Επαμεινώνδας και ο Γοργίας. Το 371 π.Χ. ο Ι.Λ. υπό την ηγεσία του Θηβαίου στρατηγού Πελοπίδα πολέμησε και νίκησε τους Λακεδαιμονίους και τους συμμάχους… … Dictionary of Greek
Αιδώλιος λόχος — Ένας από τους λόχους που αποτελούσαν τον στρατό της αρχαίας Σπάρτης … Dictionary of Greek
Лох войсковая единица — (λόχος) так называлась у лакедемонян войсковая единица, составлявшая ¼ моры. Мора заключала в себе от 400 до 800 человек, следовательно, Л. имел от 100 до 200 человек. Дальнейшее подразделение Л. следующее: λόχος = 2 πέντηκοστύες = 4 ένωμοτίαι.… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Лох, войсковая единица — (λόχος) так называлась у лакедемонян войсковая единица, составлявшая 1/4 моры. Мора заключала в себе от 400 до 800 чел., след., Л. имел от 100 до 200 чел. Дальнейшее подразделение Л. следующее: λόχος = 2 πέντηκοστύες = 4 ένωμοτίαι. Начальником Л … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
λόχω — λόχος ambush masc nom/voc/acc dual λόχος ambush masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοχέ — λοχός masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)