Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

λούτσος

См. также в других словарях:

  • λούτσος — Κοινή ονομασία τελεόστεων ψαριών του γένους Εsox, της οικογένειας των εσοκιδών, της τάξης των κλουπεομόρφων. Κυριότερος αντιπρόσωπος είναι το είδος Εsox lucius. Το σώμα του καλύπτεται ολόκληρο από λεπτά λέπια και είναι επίμηκες, με μέγιστο μήκος… …   Dictionary of Greek

  • λούτσος — ο είδος ψαριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σφύραινα — Τελεόστεο ψάρι της οικογένειας των Σφυραινιδών, της τάξης των περκόμορφων. Τα ψάρια αυτά, που αντιπροσωπεύονται από ένα μόνο γένος, το οποίο περιλαμβάνει 20 περίπου είδη, είναι διαδομένα σε όλες τις εύκρατες ζώνες. Οι σ. είναι σαρκοφάγες, έχουν… …   Dictionary of Greek

  • ουρανοσκόπος — (uranoscopus). Γένος οστεοϊχθύων των θερμών κυρίως θαλασσών. Το πιο κοινό είδος του είδους, που ζει στη Μεσόγειο, είναι ο λύχνος, ψάρι χοντρό και πλατύ στο πίσω μέρος του σώματός του. Έχει χρώμα γκρίζο σκούρο, με σκούρες επίσης κηλίδες και κοιλιά …   Dictionary of Greek

  • βοθριοκέφαλος — Σκουλήκι που ανήκει στους πλατυέλμινθες σκώληκες και στην ομοταξία των κεστωδών ή ταινιών. Έχει μορφή επίπεδης ταινίας, μήκους 10 12 εκ. που διαιρείται σε πολλά ορθογώνια μεταμερή τμήματα, τις προγλωττίδες, που είναι ενωμένα σε μια αλυσίδα και… …   Dictionary of Greek

  • εσοκίδες — (esocidae). Οικογένεια τελεοστέων ψαριών της τάξης των απλοώμων. Η οικογένεια αυτή αριθμεί μόνο ένα γένος, γνωστό με την επιστημονική ονομασία έσοξ. Τα ψάρια αυτά ζουν στα γλυκά νερά και έχουν λυγερό σώμα, πλατύ ρύγχος και μεγάλο στόμα με μυτερά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»