-
1 λοχαγος
-
2 λοχαγός
λοχᾱγός, λοχαγόςleader of an armed band: masc nom sg -
3 λοχαγός
ο воен.1) капитан; 2) командир роты -
4 λοχαγός
II esp. commander of a company ( 100 men), captain, X.An.3.1.32, Ascl.Tact.2.2, PPetr. 3p.8 (iii B.C.), etc.; cf. ταξίαρχος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λοχαγός
-
5 λοχᾱγός
λοχ-ᾱγός, ὁ, Anführer eines λόχος, Rottenführer, Hauptmann, der als der Erste des Lochos ihn anführt, und wenn die Soldaten in einer langen Reihe hinter einander marschieren, vorangeht; als Offiziere werden in der Regel nur genannt στρατηγοὶ καὶ λοχαγοί. Der röm. centurio. Auch = curio -
6 λοχαγός
capitaine -
7 yüzbaşı
λοχαγός, εκατόνταρχος -
8 λοχαγητης
-
9 λοχαγωγος
-
10 капитан
капитан м 1) (корабля) о κυβερνήτης, о καπετάνιος ο πλοίαρχος (тж. капитан первого ранга ) 2) воен. о λοχαγός 3) спорт, о αρχηγός \капитан* * *м1) ( корабля) ο κυβερνήτης, ο καπετάνιος; ο πλοίαρχος (тж. капитан первого ранга)2) воен. ο λοχαγός3) спорт. ο αρχηγόςкапита́н кома́нды — ο αρχηγός της ομάδας
-
11 капитан
капитанм1. ὁ καπετάνιος, ὁ κυβερνήτης πλοίου:\капитан торгового флота ὁ καπετάνιος τοῦ ἐμπορικοῦ ναυτικοῦ· \капитан даль-него плавания κυβερνήτης πλοίου ἀνοιχτής θαλάσσης·2. воен. ὁ λοχαγός:\капитан кавалерии ὁ Ιλαρχος· \капитан интендантской службы ὁ λοχαγός ἐπιμελητείας· \капитан медицинской слу́жбы ὁ ἰατρός στρατιωτικής ὑγειονομικής ὑπηρεσίας· \капитан полевой жандармерии (в Греции) ὁ μοίραρχος· \капитан 1-го ранга мор. ὁ πλοίαρχος· \капитан 2-го ранга мор. ὁ ἀντιπλοίαρχος· \капитан 3-го ра́нга мор. ὁ πλωτάρχης· \капитанлейтенант ὁ ὑποπλοίαρχος·3. спорт. ὁ ἀρχηγός:\капитан футбольной команды ὁ ἀρχηγός ποδοσφαιρικής ὁμάδας. -
12 λοχαγώ
λοχᾱγῶ, λοχαγέωlead a: pres subj act 1st sg (attic epic doric)λοχᾱγῶ, λοχαγέωlead a: pres ind act 1st sg (attic epic doric)λοχᾱγῶ, λοχαγόςleader of an armed band: masc gen sg (doric aeolic)——————λοχᾱγῷ, λοχαγόςleader of an armed band: masc dat sg -
13 λοχαγία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λοχαγία
-
14 ξεν-ᾱγός
ξεν-ᾱγός (eigtl. dor. für ξενηγός, hat sich aber wie λοχαγός u. ä. in der attischen Kriegssprache erhalten), Anführer eines Heeres oder Abtheilung von Miethstruppen; Thuc. 2, 75; Xen. Hell. 4, 2, 19. 5, 2, 7; Posidipp. bei Ath. IX, 376 e (v. 7). – Auch = Führer der Fremden, wie Tim. lex. Plat. erkl. οἱ τοῖς ξένοις ἡγούμενοι ὁδόν; vgl. Plut. de S. N. V. g. E. p. 273.
-
15 λοχ-αγωγός
λοχ-αγωγός, = λοχαγός, Argum. pind. N. 4.
-
16 λοχ-άρχης
λοχ-άρχης, ὁ, u. λόχ-αρχος, ὁ, = λοχαγός, erst Sp., die auch die Form λοχαρχέτης haben.
-
17 λοχ-ᾱγέτης
λοχ-ᾱγέτης, ὁ, dor. u. att. statt λοχηγέτης = λοχᾱγός; Aesch. Spt. 42; Eur. Phoen. 681.
-
18 λοχ-ᾱγία
-
19 ἐπι-καίριος
ἐπι-καίριος, zur rechten, gelegenen Zeit, am rechten Orte (vgl. ἐπίκαιρος); ἐς τόπως ἐπικαιρίως Tim. Locr. 102 d, gefährliche, tödtliche Stellen am Körper, wie τρῶμα, lebensgefährliche Wunde, Hippocr. – Bei Xen. Cyr. 3, 3, 12 u. öfter heißen οἱ ἐπικαίριοι die Offiziere des Heeres vom λοχαγός aufwärts, vgl. An. 3, 1, 36, wo Xen. zu diesen sagt ὑμεῖς μέγιστον ἔχετε καιρόν; τοὺς ἐπικαιριωτάτους ξυνελάμβανον Hell. 3, 3, 11, die Häupter des Aufstandes; οἱ ϑεραπεύεσϑαι ἐπικαίριοι, die der Heilung bedürfen, od. die, auf deren Genesung Etwas ankommt, Cyr. 8, 2, 25; übh. zu Etwas dienlich, nützlich, αἱ ἐπικαιριώταται πράξεις Oec. 5, 4, vgl. 15, 11. – Adv. ἐπικαιρίως, gut gelegen, günstig, ἵδρυται Strab. IX p. 424.
-
20 υπολοχαγος
См. также в других словарях:
λοχαγός — ο (AM λοχαγός, Μ και λογχαγός και λόγχαγος) διοικητής λόχου στρατιωτών («οἱ δὲ ἄλλοι... ὅπου μὲν στρατηγὸς σῶος εἴη, τὸν στρατηγὸν παρεκάλουν..., ὅπου δ αὖ λοχαγὸς σῶος εἴη, τὸν λοχαγόν», Ξεν.) νεοελλ. στρατ. ο αξιωματικός που φέρει τον ανώτερο… … Dictionary of Greek
λοχαγός — λοχᾱγός , λοχαγός leader of an armed band masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοχαγός — ο αξιωματικός του στρατού ξηράς, διοικητής λόχου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λοχαγεύω — [λοχαγός] εκτελώ καθήκοντα λοχαγού, διοικώ λόχο αναπληρώνοντας τον λοχαγό χωρίς να έχω τον βαθμό τού λοχαγού … Dictionary of Greek
Скоробогатов, Александр Викторович — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Скоробогатов. Александр Викторович Скоробогатов … Википедия
ίλαρχος — ο (Α ἴλαρχος) νεοελλ. ο λοχαγός τού ιππικού στον παλαιό στρατό 2. ο λοχαγός τεθωρακισμένων αρχ. ιλάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴλη + αρχος (< αρχός < ἄρχω), πρβλ. ναύ αρχος, ταξί αρχος] … Dictionary of Greek
ԴԱՐԱՆԱՊԵՏ — (ի, աց.) NBH 1 0603 Chronological Sequence: Early classical, 6c գ. λοχαγός cohortis (insidiantis) praefectus, centurio Զօրագլուխ առանձին գնդի՝ առաւել ի պէտս դարանաց. ըստ հոմաձայնութեան յն. λοχαγός գնդապետ, եւ դարանապետ. զի λόχος , եւ գունդ, եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
Greek military ranks — Modern Greek military ranks are based on Ancient Greek Byzantine terminology, even though the ranks correspond to those of other Western armies. For example, ancient hoplite unit of approximately 100 men, the lochos, is today the name for a… … Wikipedia
Lokhagos — (Λοχαγός; abbreviated as Λγος) is used in the Greek language to mean Captain . The term has been used since the times of Ancient Greece to describe the commanding officer of a lokhos (company). The average lokhos of the time numbered a hundred… … Wikipedia
Menis Koumandareas — Μένης Κουμανταρέας Born 1931 Athens, Greece Occupation Writer Nationality Greek … Wikipedia
Лох войсковая единица — (λόχος) так называлась у лакедемонян войсковая единица, составлявшая ¼ моры. Мора заключала в себе от 400 до 800 человек, следовательно, Л. имел от 100 до 200 человек. Дальнейшее подразделение Л. следующее: λόχος = 2 πέντηκοστύες = 4 ένωμοτίαι.… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона