Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

λογογραφία

См. также в других словарях:

  • λογογραφία — λογογραφίᾱ , λογογραφία writing of speeches fem nom/voc/acc dual λογογραφίᾱ , λογογραφία writing of speeches fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογραφίᾳ — λογογραφίαι , λογογραφία writing of speeches fem nom/voc pl λογογραφίᾱͅ , λογογραφία writing of speeches fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογραφία — η (Α λογογραφία) [λογογράφος] νεοελλ. η συγγραφή πεζογραφημάτων αρχ. 1. η συγγραφή ή σύνταξη λόγων, συνήθως ρητορικών και επ αμοιβή 2. η υπηρεσία ή το αξίωμα τού αρχειοφύλακα δικαστηρίου …   Dictionary of Greek

  • λογογραφία — η η λογοτεχνία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λογογραφίας — λογογραφίᾱς , λογογραφία writing of speeches fem acc pl λογογραφίᾱς , λογογραφία writing of speeches fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογραφίαι — λογογραφία writing of speeches fem nom/voc pl λογογραφίᾱͅ , λογογραφία writing of speeches fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογραφίαν — λογογραφίᾱν , λογογραφία writing of speeches fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογραφίαις — λογογραφία writing of speeches fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • λογογραφικός — ή, ό (Α λογογραφικός, ή, όν) [λογογράφος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λογογράφο ή στη λογογραφία, στη σύνταξη λόγων ή πεζού λόγου («σὺ δ ἔχεις ἀνάγκην λογογραφικήν» σού χρειάζονται κανόνες συγγραφής, Πλάτ.) αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ… …   Dictionary of Greek

  • λογογράφοι — Έτσι ονομάζονται οι πρώτοι Έλληνες συγγραφείς γενεαλογικών, γεωγραφικών, εθνογραφικών και ιστορικών αφηγήσεων, σε πεζό λόγο, οι οποίοι εμφανίστηκαν τον 6ο αι. π.Χ. · τον όρο χρησιμοποίησε πρώτος ο Θουκυδίδης (Α, 21). Οι αρχαιότεροι λ. (Κάδμος,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»