-
1 λογαριάζω
[логарьязо] р. считать, вычислять, предполагать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λογαριάζω
-
2 считать
считать 1ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. считзняый, βρ: -тэл, -а, -о.1. αριθμώ μετρώ•считать до десяти μετρώ ως τα δέκα.
2. μ. λογαριάζω•считать деньги μετρώ τα χρήματα•
считать овец μετρώτα πρόβατα•
считать на счтах λογαριάζω στο αριθμητήριο•
считать температуру μετρώ τη θερμοκρασία•
считать в километрах μετρώ σε χιλιόμετρα.
|| μτφ. (ανα) θυμούμαι, αναλογίζομαι•считать обиды αναλογίζομαι τις προσβολές•
считать зло θυμούμαι το κακό ή την κακία.
3. υπολογίζω. || θεωρώ, νομίζω, φρονώ• εκλαμβάνω•, что он прав νομίζω ότι αυτός έχει δίκιο•его считатьли умершим τον είχαν για πεθαμένο•
нас за ни кого не -ют μας έχουν (θεωρούν) για τίποτε•
считать своим долгом θεωρώ καθήκον μου.
εκφρ.считать дни, часы, минуты – μετρώ τις μέρες, τις ώρες, τα λεπτά (περιμένω ανυπόμονα)•считать звзды – μετρώ τ αστέρια: α) ονειροπολώ, β) χαζεύω.1. μετρώ, λογαριάζω. || λογαριάζομαι, κάνω λογαριασμό με κάποιον. || βρίσκω λογαριασμό•считать нельзя να βρω λογαριασμόείναι αδύνατο (για πλήθος αντικειμένων).
2. λαβαίνω (παίρνω) υπ όψη. || υπολογίζομαι, υπολήπτομαι.3. θεωρούμαι, λογίζομαι.4. ανήκω, είμαι γραμμένος στη δύναμη•я -юсь во втором батальоне ανήκω στο δεύτερο τάγμα.
5. μετριέμαι, αριθμούμαι• λογαριάζομαι.считать 2ρ.σ.μ. διαβάζω, συγκρίνω κείμενο•считать гранку с рукописью συγκρίνω το δοκίμιο με το χειρόγραφο.
-
3 вычислить
-
4 подсчитать
подсчитать, подсчитывать μετρώ, κάνω λογαριασμό, λογαριάζω· υπολογίζω (подводить итог)* * *= подсчитыватьμετρώ, κάνω λογαριασμό, λογαριάζω; υπολογίζω ( подводить итог) -
5 рассчитать
рассчитать 1) (высчитать) υπολογίζω, λογαριάζω 2) (дать расчёт) απολύω \рассчитаться κάνω λογαριασμό, εξοφλώ* * *1) ( высчитать) υπολογίζω, λογαριάζω2) ( дать расчёт) απολύω -
6 считать
считать 1) μετρώ, λογαριάζω, υπολογίζω 2) (полагать) θεωρώ, νομίζω, υποθέτω; κρίνω (сделать заключение) \считаться υπολογίζω; θεωρούμαι, περνώ για... (слыть)* * *1) μετρώ, λογαριάζω, υπολογίζω2) ( полагать) θεωρώ, νομίζω, υποθέτω; κρίνω ( сделать заключение) -
7 считать
счита||тьнесов1. μετρώ, λογαριάζω:\считать по пальцам μετρώ στά δάκτυλα· \считать в уме́ λογαριάζω μέ τόν νοῦ·2. (полагать) θεωρῶ, νομίζω, κρίνω:\считать крайне необходимым θεωρώ ἐντελώς ἀπαραίτητο· его \считатьют у́мным человеком τόν θε-ωροῦν ἔξυπνο ἄνθρωπο· \считать своим долгом, своей обязанностью θεωρώ καθήκον μου, ὑποχρέωση μου· \считать веройтным θεωρώ πιθανόν. -
8 считаться
счита||тьсянесов1. προσέχω, δίνω σημασία, λογαριάζω:не \считатьсяться ни с чем δεν λογαριάζω τίποτε· с ннм никто не \считатьсяется κανένας δέν τοῦ δίνει σημασία, κανένας δέν τόν λογαριάζει· с этим надо \считаться αὐτό πρέπει νά τό ὑπολογίσετε·2. (слыть) θεωρούμαι:\считатьсяется, что... θεωρείται ὅτι...· ◊ э́то не \считатьсяется αὐτό δέν λογαριάζεται. -
9 насчитать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. насчитанный, βρ: -тан, -а, -о.1. αριθμώ, απαριθμώ, μετρώ, υπολογίζω, λογαριάζω.2. λογαριάζω επί πλέον, μετρώ παραπάνω•насчитать пять лишних рублей μετρώ πέντε ρούβλια παραπάνω.
-
10 подсчитать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подсчитанный, βρ: -тан, -а, -оρ.σ.μ. λογαριάζω•подсчитать расходы λογαριάζω τα έξοδα.
|| καταμετρώ•подсчитать голосов καταμετρώ τους ψήφους.
-
11 рассчитать
-аю, -аешъ, παθ. μτχ. παρλθ. рассчитанный, βρ: -тан, -а, -о ρ.σ.μ.1. υπολογίζω, λογαριάζω•-ай, сколько выйдет на каждого λογάριασε, πόσο πέφτει στον καθένα•
рассчитать стоимость товара λογαριάζω την αξία του εμπορεύματος•
всё было -о όλα υπολογίστηκαν.
|| προορίζω•книга -а для детей το βιβλίο είναι για παιδιά.
2. εξοφλώ (τον απολυόμενο)•рассчитать рабочего εξοφλώ τον εργάτη.
3. αριθμώ κατά τη (γυμναστική) σύνταξη.1. ξεπλερώ-νω, εξοφλώ•рассчитать с долгами ξοφλώ με τα χρέη.
2. απολύομαι, εξοφλώ οικονομικά με τον εργοδότη.3. μτφ. ανταποδίδω, εκδικούμαι, ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς.4. αριθμώ, μετρώ (κατά τη σύνταξη)•рассчитать по порядку номеров μετρώ κατ αύξοντα αριθμό.
-
12 высчитывать
1. (вычислять) υπολογίζω, λογαριάζω 2. (вычитать) αφαιρώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > высчитывать
-
13 вычислять
υπολογίζω, λογαριάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вычислять
-
14 исчислять
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > исчислять
-
15 калькулировать
эк. υπολογίζω, λογαριάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > калькулировать
-
16 подсчитывать
μετρώ, υπολογίζω, λογαριάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подсчитывать
-
17 просчитывать
1. (производить подсчёт) μετρώ, λογαριάζω, υπολογίζω 2. (ошибаться при счёте) κάνω λάθος στο μέτρημα, σφάλλω/λανθάνω στην καταμέτρηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > просчитывать
-
18 рассчитать
1. (произвести подсчёт, сделать технический расчёт чего-л.) υπολογίζω, λογαριάζω 2. (уволить, дать расчёт) απολύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рассчитать
-
19 считать
1. (пересчитывать) μετρώ, λογαριάζω 2. (рассматривать) θεωρώ, νομίζω, κρίνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > считать
-
20 учесть
1. (установить наличие кого-, чего-л. путём подсчёта, описи) λογαριάζω, καταγράφω, καταμετρώ 2. (принять во внимание) λαμβάνω υπ' όψιν.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > учесть
См. также в других словарях:
λογαριάζω — calculate pres subj act 1st sg λογαριάζω calculate pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογαριάζω — λογαριάζω, λογάριασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λογαριάζω — (AM λογαριάζω) [λογάρι] υπολογίζω, αριθμώ, μετρώ, κάνω αριθμητικές πράξεις (α. «λογάριασα τα έξοδα τού μήνα» β. «λογαριάζω τις μέρες τής άδειάς μου») νεοελλ. 1. περιλαμβάνω κάτι σε κάποιο λογαριασμό, συνυπολογίζω («λογάριασες και τα έξοδα τού… … Dictionary of Greek
λογαριάζω — λογάριασα, λογαριάστηκα, λογαριασμένος 1. μτβ., αριθμώ, μετρώ, υπολογίζω: Λογάριασε τα έξοδα ταξιδιού. 2. περιλαμβάνω στο λογαριασμό, συνυπολογίζω: Λογάριασες στην τιμή και το φόρο; 3. αμτβ., σκέφτομαι, σχεδιάζω, σκοπεύω: Λογαριάζω να περάσω τις… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λογαριάζετε — λογαριάζω calculate pres imperat act 2nd pl λογαριάζω calculate pres ind act 2nd pl λογαριάζω calculate imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογαριάσω — λογαριάζω calculate aor subj act 1st sg λογαριάζω calculate fut ind act 1st sg λογαριάζω calculate aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογαριάζει — λογαριάζω calculate pres ind mp 2nd sg λογαριάζω calculate pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλολογαριάζω — λογαριάζω καλά, εκτιμώ κάτι ορθά, εκτιμώ με επιτυχία … Dictionary of Greek
λογαριασθῆναι — λογαριάζω calculate aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογαριάζειν — λογαριάζω calculate pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογαριάζηται — λογαριάζω calculate pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)