1 λιρέττα
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > λιρέττα
2 λίραή
τουρκική λίραή — турецкая лира;
λίραή Αγγλίας — английский фунт;
§ λίρες με ουρά — несметные богатства
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > λίραή