-
1 кратковременный
кратковременный λιγοήμερος· \кратковременныйое пребывание η λιγοήμερη διαμονή* * *кратковре́менное пребыва́ние — η λιγοήμερη διαμονή
-
2 непродолжительный
σύντομος, λιγοήμεροςнепродолжи́тельное вре́мя — το μικρό διάστημα
См. также в других словарях:
λιγοήμερος — η, ο βλ. ολιγοήμερος … Dictionary of Greek
λιγοήμερος — η, ο αυτός που διαρκεί λίγες μέρες: Έκανε λιγοήμερες διακοπές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ολιγοήμερος — ολιγοήμερος, η, ο και λιγοήμερος, η, ο 1. αυτός που διαρκεί λίγες μέρες: Ολιγοήμερη εκδρομή. 2. αυτός που ζει λίγες μέρες: Ο άρρωστος φαίνεται λιγοήμερος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ολιγοήμερος — και λιγοήμερος, η, ο (ΑΜ ολιγοήμερος και ὀλιγήμερος, ον) αυτός που διαρκεί λίγες ημέρες νεοελλ. αυτός που πρόκειται να ζήσει λίγες ακόμη μέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ήμερος (< ἡμερα), πρβλ. μακρο ήμερος] … Dictionary of Greek