Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ληϊβότειρα

См. также в других словарях:

  • ληιβότειρα — ληιβοτήρ crop consuming fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτήρ — βοτήρ, ο (AM) (Μ θηλ. βότειρα, η) ο βοσκός αρχ. φρ. 1. «οἰωνῶν βοτήρ» οιωνοσκόπος 2. «κύων βοτήρ» ποιμενικός σκύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βο , βόσκω. Το θηλ. βότειρα μαρτυρείται στον Ευστ. ως προσωνυμία της Δήμητρας, ενώ το βότειρα εμφανίζεται σε… …   Dictionary of Greek

  • ληιβοτήρ — ληϊβοτήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. ληϊβότειρα (Α) αυτός που κατατρώγει, που καταστρέφει τα σπαρτά («πάντας ὀδόντας γναθμῶν ἐξελάσαιμι συὸς ὣς ληϊβοτείρης», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λήϊον «σπαρτά στην ακμή τους» + βοτήρ (< θ. βο τού βόσκω), πρβλ. μηλο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»