-
1 λευκιππος
-
2 Λευκιππος
ὁ Левкипп (греч. философ VI-V вв. до н.э., один из творцов атомистического материализма, предшественник Демокрита) Arst., Diog.L. -
3 εταιρος
Iэп.-ион.-поэт. тж. ἕτᾰρος1) товарищ, спутник(ἑσθλός Hom.; ἀγαθός Aesch.; ἀρχαῖος Xen.; ἑ. τε καὴ φίλος Plat.)
δαιτὸς ἑ. HH. — сотрапезник, собутыльник;γέλως, ἑ. ὕβρεως Plut. — смех, спутник глумления;ὦταῖρε! Arph. — друг мой!;Hom. - иногда — о подчиненных или слугах:ἑτάροισιν ἰδὲ δμωῇσι κέλευσεν Hom. — (Патрокл) приказал (своим) спутникам и рабыням2) ученик, последователь(Λεύκιππος καὴ ὅ ἑ. αὐτοῦ Δημόκριτος Arst.; Σωκράτους Plut.)
3) сторонник, приверженец4) возлюбленныйοὐχ ἥκει μοὐταῖρος (= ὅ ἑ. μου) Arph. — не пришел мой возлюбленный
IIadj. m близкий, тесно связанный, сопутствующийτὸ ἑπιθυμητικὸν ἡδονῶν ἑταῖρον Plat. — влечение, сопутствующее наслаждениям;
οἰκειότατοί τε καὴ ἑταιρότατοι Plat. — самые близкие и задушевные (друзья) -
4 πληρης
21) полный, наполненный(κρατῆρες Eur.; τὸ θέατρον Isocr.; κόφινοι NT.; ἄστυ πλῆρες οἰκιέων Her.; Ἕλλησι βαρβάροις θ΄ ὁμοῦ πλήρεις πόλεις Eur.)
ποταμὸς π. ἰχθύων Xen. — изобилующая рыбами река;κενῶν δοξασμάτων π. Eur. — полный вздорных мнений;Λεύκιππος καὴ Δημόκριτος στοιχεῖα τὸ πλῆρες καὴ τὸ κενὸν εἶναί φασι Arst. — Левкипп и Демокрит говорят, что (первичными) элементами являются полнота и пустота;ἐπεὰν π. γένηται ὅ ποταμός Her. — когда река выходит из берегов;οὐ πλήρεος ἐόντος τοῦ κύκλου Her. — так как не было полнолуния;τέσσερα ἔτεα πλήρεα Her. — четыре полных года;ἐπειδέ πλήρεις ἦσαν αἱ νῆες Thuc. — когда корабли были укомплектованы;π. ἐστὴ θηεύμενος Her. — он насмотрелся вдоволь2) сплошь покрытый(λέπρας NT.)
3) преисполненный(δόλου NT.)
4) полный, выданный сполна(μισθός NT.)
См. также в других словарях:
Λεύκιππος — riding masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεύκιππος — riding masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεύκιππος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ήρωας και ιδρυτής της «επί Μαιάνδρω» Μαγνησίας. Ήταν γιος του Ξάνθιου και απόγονος του Βελλεροφόντη. Όπως αναφέρει ο Ερμησιάναξ (4ος 3ος αι. π.Χ.), διακρινόταν για τη μεγάλη σωματική του δύναμη και τις εξαιρετικές … Dictionary of Greek
λεύκιππον — λεύκιππος riding masc/fem acc sg λεύκιππος riding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λευκίπποιο — Λεύκιππος riding masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκίπποιο — λεύκιππος riding masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λευκίπποις — Λεύκιππος riding masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκίπποις — λεύκιππος riding masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λευκίπποισι — Λεύκιππος riding masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκίπποισι — λεύκιππος riding masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λευκίππου — Λεύκιππος riding masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)