-
1 λεπτότατος
λεπτόςpeeled: masc nom superl sg -
2 λεπτός
λεπτός ( λέπω, also eigtl. geschält), dünn, sein, zart; bes. vom Gewebe, εἵαατα Il. 22, 511, ὀϑόναι 18, 595, φᾶρος Od. 10, 544, πέπλοι 7, 97, ήλάκατα 17, 97; auch ἀράχνια, 8, 280; so πέπλος Eur. Med. 949 u. sonst, wie in Prosa, ἱμάτια Thuc. 2, 49; – λεπτότατος χαλκός Il. 20, 275; vgl. Pind. Ol. 12, 25; – κονίη, seiner Staub, Il. 23, 506; vom kleingetretenen Getreide, 20, 497; κατὰ τῆς τραπέζης καταπάσας λεπτὴν τέφραν, seine, dünne Asche, Ar. Nubb. 177; – δρόσοι λεπτοὶ λεόντων Aesch. Ag. 139; λεπταὶ κώνωπος ῥιπαί 866; σύριγγος ὅπως πνοὰ λεπτοῦ δόνακος Eur. Or. 126; καὶ ὀλίγον γῆς μόριον Plat. Tim. 59 b. – Vom Erdreich, mager, Xen. Oec. 17, 8 u. Theophr. – Von der menschlichen Gestalt, gew. tadelnd, schmächtig, mager, Hes. O. 499, Hippocr.; seltener = schlank, zierlich, vgl. Ar. Eccl. 539 Nubb. 1017; Ggstz παχύς, Ath. XIII, 569 b; so δάκτυλος, Plat. Rep. VII, 523 d Crat. 389 b; τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων, das kleine Vieh, Schaafe u. Ziegen, Her. 8, 137; vgl. Xen. Cyr. 1, 4, 11; – πλοῖα, dünne, leichte Fahrzeuge, Her. 7, 36; Thuc. 2, 83 u. A.; ἄκραι ἠπείρου Her. 8, 107; κλιμάκια, πυρίδια, Ar. Pax 69 Lys. 1207; auch ἐλπίς, Equ. 1244; – schmal, eng, εἰςίϑμη Od. 6, 264; ἐπὶ λεπτὸν τετάχϑαι, Xen. Cyr. 5, 4, 46; ἐπὶ λεπτὸν ἐκτεταγμένων, Pol. 3, 115, 6, u. öfter so von einer nicht tiefen Schlachtordnung. – Uebh. klein, gering, schwach, μῆτις, Il. 10, 226. 23, 590; aber λεπτὸς νοῦς, sein, scharfsinnig, spitzfindig, bis ins Kleinste eindringend, Eur. Med. 529, wie μῦϑοι, ib. 1081; vgl. Ar. Ach. 445; φροντίς, Nubb. 230 u. öfter; λεπτὼ λογιστά Av. 318; dah. τὸ λεπτόν, vom Styl, D. Hal.; καὶ ἀκριβής, Antiph. 3 δ 2; οἱ λεπτῶς μεριμνῶντες Plat. Rep. X, 607 c; διὰ τὸ λεπτῶς καὶ πυκνῶς πάντ' ἐξετάζειν Amphis bei Ath. X, 448 a; τὰ κατὰ λεπτόν, das Geringfügige, 8. Emp. adv. log. 2, 295; – τὸ λεπτότατον τοῦ χαλκοῦ νομίσματος, das kleinste Geldstück, Plut. Cic. 29, vgl. λεπτόν. – Von der Stimme, schwach, Ar. Av. 235 u. A. – Vom Gefühl, sein empfindend, reizbar, Schäfer D. Hal. de C. V. p. 246. – Phot. hat auch einen compar. λεπτίστερος.
-
3 χαλκος
ὅ1) медь Hom., Plat., Arst., Plut.χ. ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον погов. NT. — медь звенящая или кимвал звучащий
2) изделие из меди, медный предмет (нож, копье, сосуд и т.д.)λίνον καὴ χ. Hom. — леса с медным крючком;
λεπτότατος χ. Hom. — тончайшая медная пластинка;χαλκὸν ζώννυσθαι Hom. — подпоясаться медным поясом;πλάγχθη δ΄ ἀπὸ χαλκόφι χ. Hom. — медное копье отскочило от медного шлема;ἐν χαλκῷ φέρειν τι Soph. — нести что-л. в медной урне;ὅ διαυγές χ. Anth. — зеркало из (полированной) меди3) медная монета, собир. деньги Anth.χαλκοῦ σπάνις Men. — безденежье
-
4 sheer
I 1. [ʃiə] adjective1) (absolute: Her singing was a sheer delight; It all happened by sheer chance.) απόλυτος,σκέτος2) (very steep: a sheer drop to the sea.) κατακόρυφος,απότομος3) ((of cloth) very thin: sheer silk.) λεπτότατος2. adverb(verticaly: The land rises sheer out of the sea.) κατακόρυφαII [ʃiə] -
5 частица
-ы θ.1. τμήμα, μέρος• μόριο• κόκκος λεπτότατος.2. μτφ. ελάχιστη ποσότητα,ένα λίγο, μια σταλιά, μια σταγόνα.3. (γραμμ.) το μόριο•утвердительная частица βεβαιωτικό μόριο•
-
6 πλοκή
πλοκ-ή, ἡ,A twining, twisting, Epich.171; οὐ δέχεται π. do not admit of being made into a web, Arist.GA 783a12; ἡ τοῦ δικτύου π. ib. 734a20;σχοινίων πλοκαί Dsc.3.148
; βρόχου Heraclasap. Orib.48.1.1, al.II anything twisted or woven, web, E.IT 817 (pl.), Pl. Lg. 849c; mesh,θώραξ τὴν π. λεπτότατος PGiss.47.7
(ii A.D.).2 histological structure, Gal.UP1.9.III metaph., complication of a dramatic plot, opp. λύσις, Arist.Po. 1456a9;π. δραματική Plu.2.973e
, etc.c αἱ τῶν σχηματισμῶν π., of rhet. figures, D.H.Th.29, cf. Alex.Fig.2.22 tit., Phoeb.Fig.p.55 S.;π. καὶ ποιότητες Phld.Rh. 1.165
S.; contortions of speech, Thphr.Char.1.7.d construction of a syllogism,π. τοῦ συλλογισμοῦ Phld.Rh.2.89
S., cf. Ammon. in APr.67.30, Eustr. in EN336.4.IV harmony, in Music, Mart.Cap.9.958. -
7 σκελετός
II Subst. σκελετός, ὁ, dried body, mummy, Λάμπρος.. Μουσῶν ς. Phryn.Com.69, cf. Str.17.3.8, Plu.2.148a, 735f; ἡμιθανῆ ς. AP11.392 (Lucill.); τῶν ὑπὸ γῆν σ. λεπτότατος ib.92 (Id.);κείσεται σ. καὶ τὸ μηδὲν γενόμενος Plu.Ant.75
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκελετός
-
8 λεπτός
λεπτός ( λέπω), sup. λεπτότατος: peeled, husked, Il. 20.497; then thin, fine, narrow, delicate.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > λεπτός
-
9 λεπτός
λεπτός, ή, όν (Hom.+; SIG 567, 6; pap, LXX, TestSol 11:7; JosAs 10:13; Philo; Jos., Bell. 2, 154; SibOr 1, 361; superl. λεπτότατος Just., D. 46, 5).① pert. to being relatively small in bulk, small, thin, light ὄστρακον λ. Hs 9, 10, 1; θηρία λ. tiny animals ApcPt Fgm. 2 p. 12, 27.② τὸ λ. (sc. νόμισμα with Artem. 2, 58; Pollux 9, 92 or κέρμα w. Alciphron 1, 9, 1) small copper coin, 1/128 of a denarius, something between a penny and a mill, Mk 12:42; Lk 12:59; 21:2. (cp. OGI 484, 35; SIG 1109, 80; 98f)—S. ἀργύριον 2c.—Schürer II 66; Kl. Pauly III 582; B. 889. DELG s.v. λέπω. M-M.
См. также в других словарях:
λεπτότατος — λεπτός peeled masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άωτος — I Η λέξη, που ετυμολογείται από το αρχαίο ρήμα άω, άημι (πνέω, φυσώ), σημαίνει το πιο εκλεκτό και ανώτερο στοιχείο ενός πράγματος. Στον Όμηρο τη συναντάμε με τη σημασία λεπτότατος σε σχέση με το μαλλί ή το λινάρι. Η ίδια συνάφεια εντοπίζεται και… … Dictionary of Greek
αιθέρας — Οργανική χημική ένωση του τύπου C2Η5 Ο C2Η5. Λέγεται και διαιθυλαιθέρας ή θειικός α. Είναι σώμα υγρό, άχρωμο, ελαφρύτερο από το νερό και πολύ πτητικό. Παρασκευάζεται βιομηχανικά με συνθέρμανση αιθυλικής αλκοόλης και πυκνού θειικού οξέος (γι’ αυτό … Dictionary of Greek
αραχνοΰφαντος — η, ο λεπτότατος σαν τον ιστό της αράχνης … Dictionary of Greek
αραχνοειδής — (AM ἀραχνοειδής, ές) Ι. όμοιος με ιστό αράχνης νεοελλ. 1. «αραχνοειδής χιτώνας» ο αμφιβληστροειδής του ματιού 2. «αραχνοειδής μήνιγξ» το μεσαίο από τα τρία περιβλήματα του νωτιαίου μυελού και του εγκεφάλου II. το ουδ. ως ουσ. τα αραχνοειδή… … Dictionary of Greek
αυτανάφλεξη — Φαινόμενο κατά το οποίο σε μερικά σώματα αυξάνεται αυτόματα η θερμοκρασία εξαιτίας χημικών αντιδράσεων που συντελούνται μέσα σε αυτά και οξειδώνονται από το οξυγόνο του ατμοσφαιρικού αέρα, με αποτέλεσμα να σημειωθεί ανάφλεξη, χωρίς βέβαια καμιά… … Dictionary of Greek
επιπεφυκώς — Πολύ λεπτός, διάφανος βλεννογόνος που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια των βλεφάρων καθώς και την μπροστινή επιφάνεια του οφθαλμικού βολβού, στο ασπράδι του ματιού μέχρι το όριο του κερατοειδούς. Η φλεγμονή του ε. ονομάζεται επιπεφυκίτιδα και… … Dictionary of Greek
κατάψιλος — κατάψιλος, η, ο (Μ) πολύ ψιλός, λεπτότατος … Dictionary of Greek
λεπτεπίλεπτος — η, ο (AM λεπτεπίλεπτος, ον) υπερβολικά λεπτός, ισχνός, λεπτότατος νεοελλ. 1. πολύ ευαίσθητος, ασκληραγώγητος, λεπτοφυής, ευπρόσβλητος σε ασθένειες 2. εξεζητημένος στους τρόπους, στην περιβολή και στην εμφάνιση ή σχολαστικός τηρητής τής… … Dictionary of Greek
υπέρλεπτος — η, ο / ὑπέρλεπτος, ον, ΝΑ λεπτότατος νεοελλ. φρ. «υπέρλεπτη υφή» φυσ. ο διαχωρισμός τών φασματικών γραμμών σε μια σειρά από συνιστώσες τους ως αποτέλεσμα ορισμένων, πυρηνικής φύσεως, αιτίων … Dictionary of Greek
Ντεβριέν — (Devrient). Οικογένεια Γερμανών ηθοποιών, τα σημαντικότερα μέλη της οποίας ήταν οι εξής: 1. Έμιλ (Emil, Βερολίνο 1803 – Δρέσδη 1872). Υπήρξε λεπτότατος ερμηνευτής των κλασικών και των ρομαντικών. Το 1852 έγινε διευθυντής του οργανισμού που για… … Dictionary of Greek