Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

λεπτός

  • 1 mince

    λεπτός

    Dictionnaire Français-Grec > mince

  • 2 subtil

    λεπτός

    Dictionnaire Français-Grec > subtil

  • 3 svelte

    λεπτός

    Dictionnaire Français-Grec > svelte

  • 4 štíhlý

    λεπτός

    Česká-řecký slovník > štíhlý

  • 5 subtilní

    λεπτός

    Česká-řecký slovník > subtilní

  • 6 útlý

    λεπτός

    Česká-řecký slovník > útlý

  • 7 smukły

    λεπτός

    Słownik polsko-grecki > smukły

  • 8 subtelny

    λεπτός

    Słownik polsko-grecki > subtelny

  • 9 szczupły

    λεπτός

    Słownik polsko-grecki > szczupły

  • 10 cılız

    λεπτός, μικροσκοτιικός

    Türkçe-Yunanca Sözlük > cılız

  • 11 ince

    λεπτός, κομψός, ευαίσθητος

    Türkçe-Yunanca Sözlük > ince

  • 12 чуткий

    чуткий 1) λεπτός· \чуткий сон о ελαφρός ύπνος 2) (отзывчивый) ευαίσθητος, λεπτός
    * * *

    чу́ткий сон — ο ελαφρός ύπνος

    2) ( отзывчивый) ευαίσθητος, λεπτός

    Русско-греческий словарь > чуткий

  • 13 тонкий

    тонк||ий
    прил
    1. λεπτός, ψιλός/ λιγνός, ἰσχνός, ἀδύνατος (в противоп. толстому):
    \тонкийое сукно́ τό λεπτό ὕφασμα· \тонкий слой τό λεπτό στρώμα· \тонкийие па́льцы τά λεπτά δάκτυλα· \тонкийие но́ги τά λεπτοκαμω-μένα πόδια· \тонкий голос ἡ ψιλή φωνή· \тонкийие различия οἱ λεπτές διαφορές·
    2. (утонченный, изысканный) λεπτός, ἐκλεκτός:
    \тонкий слух ἡ λεπτή ἀκοή· \тонкий юмор τό λεπτό χιοῦμορ· \тонкий-ие вина τά ἐκλεκτά κρασιά· \тонкий запах ἡ λεπτή μυρουδιά· \тонкийие духи́ τό ἐκλεκτό ἄρωμα· \тонкийие черты лица τά λεπτά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου· \тонкийая работа ἡ λεπτή δουλειά·
    3. перен (хорошо разбирающийся в чем-л.) διορατικός, ἀγχίνους, ὁξυδερκής:
    \тонкий кри́тик ὁ ὁξυδερκής κριτικός· \тонкий знаток ὁ βαθύς γνώστης· \тонкий ум τό λεπτό μυαλό, τό διαυγές πνεῦμα·
    4. (хитрый, ловкий) πονηρός:
    \тонкийая лесть μαλαγανιά, ◊ \тонкийая кишка анат. τό λεπτό ἔντερο· \тонкий намек ὁ λεπτός ὑπαινιγμός· \тонкийая шту́чка разг ὁ κατεργάρης.

    Русско-новогреческий словарь > тонкий

  • 14 тонкий

    επ., βρ: -нон, -нка, -нко; тоньше; тончайший.
    1. λεπτός, ψιλός, φτενός, λιανός•

    -ие нитки λεπτές κλωστές•

    тонкий слой λεπτό στρώμα•

    -ая ткань λεπτό ύφασμα.

    || αραιός, άπυ-κνος•

    тонкий туман αραιή ομίχλη.

    || μτφ. υψηλός, οξύς•

    тонкий голос λεπτή φωνή.

    2. μτφ. εύθραυστος• ευπαθής•

    тонкий механизм λεπτός μηχανισμός.

    || λεπτομερής, λεπτομερειακός•

    -ие знания οι λεπτομερείς γνώσεις•

    -ая критика λεπτή κριτική•

    тонкий анализ λεπτομερειακή ανάλυση.

    3. μτφ. δυσδιάκριτος, δυσπαρατήρητος•

    -ие оттенки красок λεπτές αποχρώσεις χρωμάτων• тонкийтонкийие различия λεπτές διακρίσεις•

    тонкий запах λίγη μυρουδιά•

    тонкий юмор λεπτό χιούμορ•

    тонкий намк λεπτός υπαινιγμός,

    4. μτφ. φίνος, ντελικάτος• σεμνοπρεπής,
    5. ευαίσθητος• οξύς•

    тонкий слух οξεία ακοή•

    -ое обоняние οξεία όσφρηση.

    6. μτφ. εύστροφος, οξύνους, σπιρτόζος.
    εκφρ.
    - ая кишка – το λεπτό έντερο•
    тонкий сон – ελαφρός ύπνος•
    тонкий яд – βραδυενεργό δηλητήριο.

    Большой русско-греческий словарь > тонкий

  • 15 тощий

    επ.
    1. ισχνός, λεπτός, αδύνατος, τσίρος• λιγνός•

    -ая шя λεπτός λαιμός•

    -ая кошка ισχνή γάτα•

    -ое лицо ισχνό πρόσωπο•

    тощий человек ισχνός άνθρωπος•

    очень тощий κάτισχνος.

    || μτφ. λεπτός• άδειος, κενός• πενιχρός•

    тощий карман άδεια τσέπη (χωρίς χρήματα), τσέπη πανί με πανί•

    тощий желудок άδειο στομάχι.

    2. μτφ. φτωχός, πενιχρός, γλίσχρος•

    -ая почва φτωχό (άγονο) έδαφος•

    -ая растительность πενιχρή βλάστηση.

    3. αδύνατος, ανεπαρκούς περιεχομένου•

    -ее молоко αδύνατο γάλα (αποβουτυρωμένο)•

    тощий уголь αδύνατο κάρβουνο (χαμηλής καυστικότητας)•

    -ая глина ο μη καθαρός πηλός (που πρεριέχει 20-50% άμμο).

    εκφρ.
    на тощий желудокβλ. натощак.

    Большой русско-греческий словарь > тощий

  • 16 чуткий

    επ., βρ: -ток, -тка, -тко; чутче.
    1. λεπτός, οξύς•

    -ое ухо λεπτό αυτί (οξεία ακοή)•

    чуткий нос οξεία όσφρηση•

    чуткий нюх οξεία όσφρηση•

    чуткий слух οξεία ακοή.

    2. (τεχ.) ευαίσθητος, πολύ λεπτός (για όργανα, συσκευές).
    3. πρόσχαρος• αβρός•

    чуткий подход λεπτός τρόπος (συμπεριφοράς).

    εκφρ.
    чуткий сон – ελαφρός ύπνος.

    Большой русско-греческий словарь > чуткий

  • 17 деликатный

    деликатный λεπτός; ευγενικός, ντελικάτος (вежливый)
    * * *
    λεπτός; ευγενικός, ντελικάτος ( вежливый)

    Русско-греческий словарь > деликатный

  • 18 изысканный

    изысканный λεπτός, κομψός ραφιναρισμένος (утончённый)
    * * *
    λεπτός, κομψός; ραφιναρισμένος ( утончённый)

    Русско-греческий словарь > изысканный

  • 19 изящный

    Русско-греческий словарь > изящный

  • 20 мелкий

    мелкий 1) (некрупный) ψιλός, λεπτός, λιανός 2) (неглубокий) ανάβαθος, ρηχός
    * * *
    1) ( некрупный) ψιλός, λεπτός, λιανός
    2) ( неглубокий) ανάβαθος, ρηχός

    Русско-греческий словарь > мелкий

См. также в других словарях:

  • λεπτός — peeled masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… …   Dictionary of Greek

  • λεπτός — ή, ό 1. ψιλός: Η ζακέτα σου είναι λεπτή και θα κρυώσεις. 2. αυτός που δεν είναι παχύς, ο αδύνατος: Είναι ψηλή και λεπτή. 3. εύθραυστος: Η ισορροπία ήταν λεπτή. 4. μτφ., ευγενικός, έξυπνος: Έχει λεπτή αίσθηση του χιούμορ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λεπτότερον — λεπτός peeled adverbial comp λεπτός peeled masc acc comp sg λεπτός peeled neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτοτάτων — λεπτός peeled fem gen superl pl λεπτός peeled masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτοτέραις — λεπτός peeled fem dat comp pl λεπτοτέρᾱͅς , λεπτός peeled fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτοτέρων — λεπτός peeled fem gen comp pl λεπτός peeled masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτοτέρως — λεπτός peeled adverbial comp λεπτός peeled masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτότατα — λεπτός peeled adverbial superl λεπτός peeled neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτότατον — λεπτός peeled masc acc superl sg λεπτός peeled neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίνα, οπτική — Λεπτός εύκαμπτος σωλήνας από διαφανές υλικό (π.χ. άμορφο χαλαζία), με τον οποίο είναι δυνατόν να μεταδώσουμε, με πολύ μικρή απόσβεση και σε συνήθως περίπλοκες διαδρομές, πληροφορίες σε αποστάσεις πολλών χιλιομέτρων. Η ο.ί. έχει την εξής δομή:… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»