-
1 λεπτογνωμων
См. также в других словарях:
λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… … Dictionary of Greek
μαλακογνώμων — μαλακογνώμων, ον (Α) ενδοτικός, πράος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. ευ γνώμων, λεπτο γνώμων] … Dictionary of Greek