-
1 λεπτολογος
-
2 λεπτολόγος
λεπτολόγοςmasc /fem nom sg -
3 λεπτόλογος
λεπτόλογ-ος, ον,A speaking subtly, quibbling, (hex.), cf. Philostr.VS1.21.1: in good sense, ap. Ach.Tat.Intr. Arat.p.79 M.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεπτόλογος
-
4 λεπτολόγος
α, ο [ος, ον ] 1.1) придирчивый (о человеке); 2) см. λεπτολογικός; 2. (ο) крохобор; мелочный человек; придира (разг) -
5 λεπτολόγος
[лэптологос] ουσ α тщательный, изощренный. -
6 λεπτολόγος,
λεπτο-λόγος, u. λεπτο-λογιστής, ὁ, fein, genau, aber auch mit tadelnder Nebenbdtg, spitzfindig redend, untersuchend -
7 λεπτολόγος
scrupulousΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > λεπτολόγος
-
8 λεπτολόγως
λεπτόλογοςspeaking subtly: adverbialλεπτόλογοςspeaking subtly: masc /fem acc pl (doric)λεπτολόγοςadverbialλεπτολόγοςmasc /fem acc pl (doric) -
9 λεπτολόγον
λεπτολόγοςmasc /fem acc sgλεπτολόγοςneut nom /voc /acc sg -
10 λεπτολόγου
λεπτόλογοςspeaking subtly: masc /fem /neut gen sgλεπτολόγοςmasc /fem /neut gen sg -
11 λεπτολόγους
λεπτόλογοςspeaking subtly: masc /fem acc plλεπτολόγοςmasc /fem acc pl -
12 λεπτολόγοι
λεπτολόγοςmasc /fem nom /voc pl -
13 στενο-λέσχης
στενο-λέσχης, ὁ, der wenig, bündig, sein Redende, Schwatzende, λεπτολόγος Suid.
-
14 λεπτο-λέσχης
λεπτο-λέσχης, = λεπτολόγος (?).
-
15 λεπτός
2 fine, small,κονίη 23.506
; ; ;λεπτοῖς ἁλσί Alex.187.5
: freq. in Hp.,διατρήσεις λ. Loc.Hom.10
, al.; of soil, light, Thphr.HP1.8.1.3 thin, fine, delicate, freq. in Hom., mostly of garments and the like ,ὀθόναι Il.18.595
; πέπλοι, φᾶρος, Od.7.97, 10.544;ἀράχνια 8.280
;μήρινθος Il.23.854
; -ότατος χαλκός 20.275
;ἔβενος, ἐλέφας, σίδηρος BCH35.286
(Delos, ii B.C.);ῥινὸς βοός Il.20.276
([comp] Sup.); ([comp] Sup.); ([comp] Comp.); ;χαλκὸς καὶ δόνακες Pi.P.12.25
, cf. E.Med. 949, Th. 2.49, etc.; λεπτὰ τὰ πρῴραθεν ἔχειν, of ships, to have the bows thin and weak, Id.7.36.4 of the human figure, mostly in bad sense, thin, lean, Alc.39; opp. παχύς, Hp.Art.8 ([comp] Comp.);ἐγὼ δὲ λεπτὴ κἀσθενής Ar. Ec. 539
;σοφιστῶν λεπτῶν, ἀσίτων Antiph.122.4
;λ. καὶ αὐχμῶν Thphr. Char.26.5
, cf. Ceb.10;λ. χείρ Hes.Op. 497
; (anap.);τράχηλος X.Cyn.5.30
;λεπτὸς <ἐκ> τοῖν σκελοῖν Luc.Nav.2
;λ. ὑπὸ μεριμνῶν Pl.Amat. 134b
; of animals, X.Cyr.1.4.11; also, slender, taper (opp. παχύς), δάκτυλος Pl.R. 523d
; ἀπολήγειν εἰς λεπτόν, of the fingers of a statue, Luc.Im.6.5 of space, strait, narrow,εἰσίθμη Od.6.264
;ἀταρπός Alcm.81
; ἐπὶ λεπτὸν τετάχθαι in a thin line, X. Cyr.5.4.46, cf. Plb.3.115.6;οὔτε εὐρεῖαν οὔτε λεπτὴν.. ὁδόν Plu.2.964c
(ap.Porph.Abst.1.6).6 generally, small, weak, impotent,λεπτὴ μῆτις Il.10.226
, 23.590; , cf.ὀχέω 11.3
;ἀσφάλεια D.Ep.2.20
; λ. ἴχνη faint traces, X.Cyn.5.5; λ. οὖας, of a child's ear, tiny, Simon.37.14; τὰ λ. τῶν προβάτων small cattle, i.e. sheep and goats, Hdt.8.137; λ. πλοῖα small craft, Id.7.36; ἄκραι λ. small headlands, Id.8.107;λ. κλιμάκια Ar. Pax69
;τὸ -ότατον τοῦ χαλκοῦ νομίσματος Plu.Cic.29
;λ. χαλκός OGI485.12
(Magn. Mae.): without χαλκός, Inscr.Perg. 374 D7;ἀργύριον Ῥόδιον λ. CIG2693e5
([place name] Mylasa), cf. TAM2(1).15 ([place name] Telmessus); v. infr. 111.2. Adv. -τῶς, ζῆν poorly, meanly, Men.Mon. 682: neut. pl. as Adv.,λεπτὰ λεύσσω κόραις E.Or. 224
.7 light, slight,λεπταῖς ὑπαὶ κώνωπος.. ῥιπαῖσι A. Ag. 892
; λ. πνοαί light breezes, E.IA 813; λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῇσιν on slight turns of fortune, S.Fr. 555.8 of size or quantity, λ. πυρίδια small, Ar.Lys. 1206;λ. κύλικες Pherecr.143.5
(but f.l.): neut. pl. as Adv., λ. τῖλαι 'pluck into small pieces', Theoc.3.21.9 of liquids, thin,γάλα Hp.Vict.2.46
;λεπτὰ ἀνεμέειν Id.Coac. 310
; λ. οἶνος light wine, Luc.Merc.Cond.18; also of food,λ. δίαιται Hp.Aph.1.4
;λ. ὀψάρια OGI484.16
(Pergam.). Adv. -τῶς, διαιτᾶσθαι, διαιτᾶν, Gal. 19.191, Paul.Aeg.3.43.10 = λεπτομερής, consisting of fine parts,ὅσῳ -ότερον ἀὴρ ὕδατος Arist.Ph. 215b4
, cf. Cael. 303b26, al.II metaph., subtle, refined, ; - ότεροι μῦθοι ib. 1082 (anap.); -ότατοι λῆροι Ar.Nu. 359
;πυκνῇ.. λεπτὰ μηχανᾷ φρενί Id.Ach. 445
;λ. λογιστά Id.Av. 318
;λ. καὶ ἀκριβής Antipho 3.4.2
;ἐς τὰς τέχνας παχέες, οὐ λεπτοί Hp.
Aër.24;λόγοι λ... τρέφουσ' ἐκείνους Alex.220.8
; cf. λεπτολόγος. Adv. -τῶς, μεριμνᾶν Lyr.Adesp.135
;λ. καὶ πυκνῶς ἐξετάζειν Amphis 33.5
: [comp] Comp. - οτέρως Anaxandr.36: also in detail,PPetr.
2p.118 (iii B.C.), Cic.Att.2.18.2, Phryn. PS p.83 B., Phot. s.v. νιφετός; cf. κατάλεπτον, καταλεπτολογέω: τὰ κατὰ λεπτόν, title of poems by Aratus, Ach.Tat.Intr.Arat.p.79 M., Str.10.5.3; also of minor poems of Virgil; τῶν κατὰ λεπτὸν πόρων ἀραίωσις, perh. small pores, Gal.15.201.2 rarely of the voice, fine, delicate, Arist.HA 545a7, Lyc.687;ἁρμονία E.Fr.773.23
(lyr.): neut. as Adv.,λεπτὸν ἀμφιτιττυβίζειν Ar.Av. 235
(lyr.); of sound,λ. ὑποτρύζουσα AP11.352.5
(Agath.); cf. λεπταλέος.3 of smell, Pl.Ti. 66e ([comp] Comp.).4 of persons, οἱ λ. the poor, Plb.24.7.3; λεπτὴν πλέκειν, prov. of poor people, Hsch.;λεπτὰ ξαίνεις Suid.
3 (sc. κεράμιον) jar, POxy.920.4 (ii/iii A.D.), PStrassb.40.48 (vi A.D.); cf. λεπτίον, λεπτοκεραμεύς.
См. также в других словарях:
λεπτολόγος, -α — και ος, ο αυτός που λεπτολογεί, ο σχολαστικός: Είναι λεπτολόγος γι’ αυτό καθυστερεί να τελειώσει την εργασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεπτολόγος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτολόγος — ο (Α λεπτολόγος, ον) αυτός που λεπτολογεί, που μιλάει με λεπτομέρεια ή εξετάζει κάτι εξονυχιστικά, με μεγάλη προσοχή στις λεπτομέρειες αρχ. αυτός που μελετά ή ελέγχει κάτι με σοφιστικό τρόπο. επίρρ... λεπτολόγως (Α) με λεπτολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
λεπτολόγως — λεπτόλογος speaking subtly adverbial λεπτόλογος speaking subtly masc/fem acc pl (doric) λεπτολόγος adverbial λεπτολόγος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτολόγον — λεπτολόγος masc/fem acc sg λεπτολόγος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτολόγου — λεπτόλογος speaking subtly masc/fem/neut gen sg λεπτολόγος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτολόγους — λεπτόλογος speaking subtly masc/fem acc pl λεπτολόγος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιψιριάρης, -α, -ικο — λεπτολόγος, σχολαστικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεπτολόγοι — λεπτολόγος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
αδολέσχης — ο (Α ἀδολέσχης και ἀδόλεσχος, ον) φλύαρος, πολυλογάς, φαφλατάς αρχ. οξύς, διεισδυτικός, λεπτολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ως β συνθ. τής λ. θεωρείται η λ. λέσχη (= συνομιλία, συζήτηση). Σχετικά με το α συνθ. τής λ. υπάρχουν διαφωνίες και είναι αβέβαιης… … Dictionary of Greek